Με την ευγενική βοήθεια του Γιάννη Λουκά σας παρουσιάζουμε σήμερα ένα μοναδικό κείμενο του Χρίστου Μαυρόπουλου.
Κάθε σχόλιο από μέρους μου θα ήταν πολύ λίγο μπροστά στο λογοτέχνημα του Μαυρόπουλου.
ΟΙ ΞΩΤΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ !
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Δρόμος ο Παρνασσός για ντόπιους και ξενομερίτες.
Για ‘κείνους που ερχόσαντε απ’ την ΑΓΟΡΙΑΝΗ, και τράμπα
κάνουν τις σοδειές τους, πατάτες, κρεμμύδια, φασόλια, δαμάσκηνα,
μπομπόλια χωματίσια, με λάδι ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΚΟ, αγνό, που πάντα περίσσευε
στους συντοπίτες μου.
Τους άλλους απ’ τη ΔΕΣΦΙΝΑ,
που ‘φέρναν άχυρα στα γέργαθα, για όσους είχανε μουλάρια στο κατώγι.
Το ΝΤΟΥΛΑ,
τον κοντακιανό, π’ αλαφροπάταγε κι ερχόταν απ’ το ΣΤΕΙΡΙ,
περιχουγιάζοντας στην αγορά, κοτόπουλα κι αβγά πουλώντας.
Τον ‘ΠΑΜΕΙΝΩΝΤΑ,
τον κοκκινοτρίχη, με το ταξί του, που ‘ φερνε παγοκολώνες για τα νοικοκυριά
και ψάρια απ ‘ την ΙΤΙΑ.
Τους άλλους,
όλους εκείνους τους πραματευτάδες, της ρούγας γυρολόγους, που
πιότερο τα καλοκαίρια ερχόσαντε και με λιανοκουβέντες, ‘ παίνιες,
και με δόσεις, πουλάγανε ντρίλια, χασέδες, βελούδα , αραχνοπάνια,
τσελβόλια, προίκες για τις ανύπαντρες, ροδοστάματα , και μοσκομυρουδιές
για τα κορτσούδια, σκόνες για τα μπακίρια, για τα δόντια, τσατσάρες,
τσακμάκια λουστράτα και μαυρομάνικα μαχαίρια, για αρχόντους
του μεζέ και για τα χασαπάκια !
Δρόμος και για τους δικούς μας, που με τα ζα τους λάδι φορτωμένα
αρκάτοι από το ΖΕΜΕΝΟ περνούσαν κι απ ‘ το ΚΑΤΩ ΧΑΝΙ, τραβώντας για τα
καμποχώρια, τράμπα να κάνουν τη σοδειά τους με στάρι και κριθάρι !
Δρόμος ο Παρνασσός, μα και ζωή, για τους ξωτάρηδες, τους τσοπάνηδες,
που στίψανε την πέτρα, στο άγριο τοπίο, ώσπου να βγάνει, να γίνει χώμα
και ζουμί, ν’ ανθίσει η σκληρή μας γη, τα “ πράματα” να κυλιστούν, και να χορτάσουνε
στη χλωρασιά, να ξεκουβαριαστεί η δόλια τους ψυχή !
Μικρός, τους νόμιζα κι αυτούς ξενομερίτες, που κατεβαίναν στο χωριό,
το γάλα, το τυρί, το κρέας να ξοδιάσουν.
Ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου διαφώτισε το φεγγί μου !
« Δεν είν’ γυρουλόγοι, πραματευτάδες. Ανθρώπ’ δ’ κοί μας είν’ ! Ντόπιοι
που βόσκ’νε “ τα πράματα” στον Παρνασσό, τσι κατεβαίν’ στου χουριό !»
Μιαν άλλη με πήρε και στον κούρο !
Δεν ήξερα, μα είδα κι έμαθα… και τι δεν έμαθα !
Πώς κουρέβανε με “ γμαροψάλιδα” οι ξωτάρηδες σκυφτοί. Πώς στρώναν
καταγής τ’ αγριωπά. Πώς σακκιάζαν τα μαλλιά και πώς τα φλωρολογάριαζαν.
Πώς “ κόβανε” τ’ αρνί, πώς το ψένανε και πώς το γλυκοτρώγαν, πίνοντας
το μπρούσκο το κρασί !
Και στο κατόπι ο τσέλιγγας μπροστάρης στο χορό, ψηλός, στεγνός,
κορμί ακάματο, γερό, θαρρείς βγαλμένο από τεχνίτη Ταγιαδόρου χέρι !
Μουστάκια, γένια και μαλλιά δασιά, σαν του βουνού τη χλωρασιά, όμοια βουνίσιου
πρίγκηπα, και δαχτυλιδωτά.
Ματιά γυπαετού, που “έκοβε” ως πέρα μπρατσέρες, τρεχαντήρια,
που αρμενίζανε στο πέρασμα του Κορινθιακού !
Καμζολοφορεμένος, τσαρούχια με φούντες αξανάγλιστες, και
κάλτσες άσπρες, χοντροπλεγμένες μακριές, ως πάνω στα λαγκώνια,
με τα λιανόφουντα σ τις μαύρες γονατάρες, να σιούνται, να λυγιούνται,
κάθε που στράκες έκαν’ το τσαρούχι του απ’ το βαρύ του χέρι, στ’απανωτά
τσαλίμια του χορού !
Κι ότε που έπεσε ο ήλιος και η αποστασίλα βάρυνε τα κορμιά,
ο μπάρμπα – ΓΙΑΝΝΗΣ, ο ξωτάρης, κόνεψε σιμά μου, στο “ κτσούρι”
που καθόμουνα, κι άρχισε το δασκάλεμα:
« Έχνε τσι γίδες τη φυλή τ’ς. ‘Οπους τσ’ ανθρώπ’ ! Σκαρών’ τσι
φαμιλιές. Η Μάννα, τα πιδιά, τσι η γριά. Τσ’ έχνε τσι φτιασιά, στουλίδια,
τσ’ ουνουμασιά ! Να τούτ’ δω τ’ν παρδαλή ,με τα σταχτιά τα τσέρατα,
τ’ν λέμε Κουρούτα !»