Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμφίκλεια Δαδί Λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμφίκλεια Δαδί Λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Το έθιμο τής στρούγκας τής Αναλήψεως.

Το έθιμο της στρούγκας στην Αμφίκλεια (Δαδί)




Ανάληψη γιορτή της στρούγκας, γιορτή των τσοπάνηδων, των ανθρώπων που έχουν συνδέσει τη ζωή τους με τα πρόβατα και τα γίδια. Την ημέρα της Αναλήψεως ο τσοπάνης καλούσε στη στρούγκα του συγγενείς, φίλους, κουμπάρους, συμπεθέρους, για να γιορτάσουν όλοι μαζί. Αυτοί όμως δεν θα πήγαιναν με άδεια τα χέρια στον εορτάζοντα τσοπάνη, αλλά φορτωμένοι με καλούδια, που από την προηγουμένη ημέρα είχαν ετοιμάσει, όπως πρεβέντα (*), τυρόπιτες, εφτάζυμο ψωμί, γλυκίσματα, κρασί στην τσίτσα από το γιοματάρι και φρούτα.
«στρούγκα μου μαρμαρόστρουγκα και μαρμαροκτισμένη
εδώ μαρή βελάζουν πρόβατα, εδώ βελάζουν γίδια,
βελάζουν κι αρνοκάτσικα πεντ’ εξ-οχτώ χιλιάδες…..»

Παλιότερα που οι μετακινήσεις τους γινόντουσαν με ζώα (άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια) στόλιζαν τα σαμάρια τους με λουλούδια και έριχναν πάνω τους τις καλύτερες καραμελωτές βελέντζες καθώς και άσπρα σεντόνια, στα δε καπούλια των ζώων έριχναν βελέντζες για να κάτσουν εκεί τα παιδιά. Κρέμαγαν δε στα σαμάρια τα κεντημένα στον αργαλειό ταγάρια, που είχαν μέσα τις ετοιμασίες τους. Παίρνοντας τον ανηφορικό δρόμο για τη στρούγκα αν ήταν σε πλαγιά του Παρνασσού, ή τον κατηφορικό δρόμο για την στρούγκα, αν ήταν στην ποταμιά, τραγουδούσαν ανοιξιάτικα τραγούδια, όπως:

«τώρα ειν’ ο Μάης κι η άνοιξη τώρα ειν’ το καλοκαίρι.
τώρα τα λάφια χαίρονται, τώρα δροσολογιούνται
και μια λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα.
δε βόσκει, δεν δροσίζεται, δεν πάει κοντά με τ’ άλλα
όλο τ’ απόσκια περπατεί και τα ζερβά κοιμάται
κι οπέβρει γάργαρο νερό θολώνει και το πίνει
κι ο ήλιος την έρώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
γιατί λαφίτσα ταπεινή ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκεις δε δροσίζεσαι δε πάς κοντά με τα’ άλλα….»

Και σαν έφταναν στη στρούγκα, οι ευχές έπαιρναν και έδιναν για την προκοπή της στρούγκας και για το καλό καλοκαίρι, αφού σε λίγες μέρες το κοπάδι θα τραβούσε για τα λιβάδια του Παρνασσού να ξεκαλοκαιριάσει, «τρεις μήνες μένουν στο βουνό και τρεις στα καμποχώρια και ως που να πάν και ως που να ρθούν κοντοδιαβαίνει ο χρόνος». Μετά τις χαιρετούρες άρχιζαν την προετοιμασία του τραπεζιού. ‘Άλλοι ετοίμαζαν το χώρο που θα στρωθεί το τραπέζι, συνήθως κάτω από δέντρο με παχύ ίσκιο (έλατο ή πουρνάρα), άλλοι μάζευαν ξύλα για να ανάψουν τις φωτιές. Ο τσοπάνος θα τους είχε σουβλιστά αρνιά, κοκορέτσι, σπληνάντερο, τρυφερό τυρί, γιαούρτι, κουσμάρι (**).

(*) Πρεβέντα του Τσοπάνη
Την κάνουν της Αναλήψεως που γιορτάζουν οι στρούγκες. Σχεδιασμένη η επιφάνειά της με βουκολικό διάκοσμο, όπως: γκλίτσα, καρδάρα, κουδούνια κ.λ.π. Μπορεί κανείς να τη συναντήσει στο μουσείο του άρτου της Αμφίκλειας

(**) Το κουσμάρι παρασκευάζεται από τυρί φρέσκο, το οποίο χαράζουμε σε 8-10 κομμάτια, το αλατίζουμε λίγο και την άλλη ημέρα το βάζουμε σε μια κατσαρόλα. Με μια ξύλινη κουτάλα το χωρίζουμε σε μικρότερα κομμάτια, το βάζουμε στη φωτιά και αρχίζει να λιώνει. Όταν γίνει σαν γάλα, ρίχνουμε το αλεύρι λίγο-λίγο σαν βροχή. Αρχίζει να γίνεται κρέμα και να βγάζει λάδι. Το ανακατεύουμε συνέχεια και όταν ξεκολλάει από την κατσαρόλα και έχει γίνει μια μάζα το ρίχνουμε στο πιάτο και το σερβίρουμε κρύο. Μοιάζει με μαλακό κίτρινο τυρί.

Πηγή:        http:// lykeioamfikleias.blogspot.com

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Οι ξωτάρηδες τού Παρνασσού


ΟΙ ΞΩΤΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ !


Με την ευγενική βοήθεια του Γιάννη Λουκά σας παρουσιάζουμε σήμερα ένα μοναδικό κείμενο του Χρίστου Μαυρόπουλου.

Κάθε σχόλιο από μέρους μου θα ήταν πολύ λίγο μπροστά στο λογοτέχνημα του Μαυρόπουλου.
Απλά απολαύστε το


ΟΙ ΞΩΤΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ !


Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος

Δρόμος ο Παρνασσός για ντόπιους και ξενομερίτες.
Για ‘κείνους που ερχόσαντε απ’ την ΑΓΟΡΙΑΝΗ, και τράμπα
κάνουν τις σοδειές τους, πατάτες, κρεμμύδια, φασόλια, δαμάσκηνα,μπομπόλια χωματίσια, με λάδι ΑΡΑΧΩΒΙΤΙΚΟ, αγνό, που πάντα περίσσευε
στους συντοπίτες μου.
Τους άλλους απ’ τη ΔΕΣΦΙΝΑ,
που ‘φέρναν άχυρα στα γέργαθα, για όσους είχανε μουλάρια στο κατώγι.

Το ΝΤΟΥΛΑ,
τον κοντακιανό, π’ αλαφροπάταγε κι ερχόταν απ’ το ΣΤΕΙΡΙ,
περιχουγιάζοντας στην αγορά, κοτόπουλα κι αβγά πουλώντας.

Τον ‘ΠΑΜΕΙΝΩΝΤΑ,
τον κοκκινοτρίχη, με το ταξί του, που ‘ φερνε παγοκολώνες για τα νοικοκυριά
και ψάρια απ ‘ την ΙΤΙΑ.
Τους άλλους,
όλους εκείνους τους πραματευτάδες, της ρούγας γυρολόγους, που
πιότερο τα καλοκαίρια ερχόσαντε και με λιανοκουβέντες, ‘ παίνιες,
και με δόσεις, πουλάγανε ντρίλια, χασέδες, βελούδα , αραχνοπάνια,
τσελβόλια, προίκες για τις ανύπαντρες, ροδοστάματα , και μοσκομυρουδιές
για τα κορτσούδια, σκόνες για τα μπακίρια, για τα δόντια, τσατσάρες,
τσακμάκια λουστράτα και μαυρομάνικα μαχαίρια, για αρχόντους
του μεζέ και για τα χασαπάκια !
Δρόμος και για τους δικούς μας, που με τα ζα τους λάδι φορτωμένα
αρκάτοι από το ΖΕΜΕΝΟ περνούσαν κι απ ‘ το ΚΑΤΩ ΧΑΝΙ, τραβώντας για τα
καμποχώρια, τράμπα να κάνουν τη σοδειά τους με στάρι και κριθάρι !
Δρόμος ο Παρνασσός, μα και ζωή, για τους ξωτάρηδες, τους τσοπάνηδες,
που στίψανε την πέτρα, στο άγριο τοπίο, ώσπου να βγάνει, να γίνει χώμα
και ζουμί, ν’ ανθίσει η σκληρή μας γη, τα “ πράματα” να κυλιστούν, και να χορτάσουνε
στη χλωρασιά, να ξεκουβαριαστεί η δόλια τους ψυχή !
Μικρός, τους νόμιζα κι αυτούς ξενομερίτες, που κατεβαίναν στο χωριό,
το γάλα, το τυρί, το κρέας να ξοδιάσουν.
Ώσπου μια μέρα ο πατέρας μου διαφώτισε το φεγγί μου !

« Δεν είν’ γυρουλόγοι, πραματευτάδες. Ανθρώπ’ δ’ κοί μας είν’ ! Ντόπιοι
που βόσκ’νε “ τα πράματα” στον Παρνασσό, τσι κατεβαίν’ στου χουριό !»

Μιαν άλλη με πήρε και στον κούρο !
Δεν ήξερα, μα είδα κι έμαθα… και τι δεν έμαθα !
Πώς κουρέβανε με “ γμαροψάλιδα” οι ξωτάρηδες σκυφτοί. Πώς στρώναν
καταγής τ’ αγριωπά. Πώς σακκιάζαν τα μαλλιά και πώς τα φλωρολογάριαζαν.
Πώς “ κόβανε” τ’ αρνί, πώς το ψένανε και πώς το γλυκοτρώγαν, πίνοντας
το μπρούσκο το κρασί !
Και στο κατόπι ο τσέλιγγας μπροστάρης στο χορό, ψηλός, στεγνός,
κορμί ακάματο, γερό, θαρρείς βγαλμένο από τεχνίτη Ταγιαδόρου χέρι !
Μουστάκια, γένια και μαλλιά δασιά, σαν του βουνού τη χλωρασιά, όμοια βουνίσιου
πρίγκηπα, και δαχτυλιδωτά.
Ματιά γυπαετού, που “έκοβε” ως πέρα μπρατσέρες, τρεχαντήρια,
που αρμενίζανε στο πέρασμα του Κορινθιακού !
Καμζολοφορεμένος, τσαρούχια με φούντες αξανάγλιστες, και
κάλτσες άσπρες, χοντροπλεγμένες μακριές, ως πάνω στα λαγκώνια,
με τα λιανόφουντα σ τις μαύρες γονατάρες, να σιούνται, να λυγιούνται,
κάθε που στράκες έκαν’ το τσαρούχι του απ’ το βαρύ του χέρι, στ’απανωτά
τσαλίμια του χορού !
Κι ότε που έπεσε ο ήλιος και η αποστασίλα βάρυνε τα κορμιά,
ο μπάρμπα – ΓΙΑΝΝΗΣ, ο ξωτάρης, κόνεψε σιμά μου, στο “ κτσούρι”
που καθόμουνα, κι άρχισε το δασκάλεμα:
« Έχνε τσι γίδες τη φυλή τ’ς. ‘Οπους τσ’ ανθρώπ’ ! Σκαρών’ τσι
φαμιλιές. Η Μάννα, τα πιδιά, τσι η γριά. Τσ’ έχνε τσι φτιασιά, στουλίδια,
τσ’ ουνουμασιά ! Να τούτ’ δω τ’ν παρδαλή ,με τα σταχτιά τα τσέρατα,
τ’ν λέμε Κουρούτα !»
Πάνε χρόνια από τότενες…

Σκαπέτισε πια η νιότη απ’ το κορμί μου, αβγάτισε η χοληστερίνη,
βράζουν τα μέσα μου απ’ το τσιγάρο, ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
θαμπώσανε οι θύμησες, και, ευτυχώς, που ο καλός ερευνητής,
ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ, έψαξε, βρήκε το κιτάπι του μπάρμπα – ΓΙΑΝΝΗ ΚΕΝΤΡΟΥ,
του ξωτάρη, κι έτσι τώρα διαβάστε και θαμάστε την τάξη, τη σειρά
σ’ ενός ξωτάρη το κοπάδι !


· Γκιόσα = μαύρη καφέ.


· Κόρπα = μαύρη.


· Κουρούτα κάλεσα = έχει κέρατα και η μουσούδα μαύρη.


· Λάγια = μαύρη.


· Γμαρολάγια = γκριζόμαυρη.


· Κουρούτα = με κέρατα παρδαλή ( ασπρόμαυρη).


· Μπούτσκα = καφέ ανοιχτό.


· Τσούλα βάκρα = με μικρά αυτιά, μαύρο σημάδι στο κεφάλι.


· Μπελλοκόκκινη = άσπρη με κόκκινα σημάδια στη μούρη της.


· Λάγια τσομυτή Ραβανί = μαύρη με άσπρο σημάδι στο πρόσωπο.


· Ραβανί = ασπρόμαυρη.


· Φρούσα = μαύρη με άσπρο σημάδι στη μύτη.


· Τσούλα σπανή = μικρά αυτιά και κοντό τρίχωμα.


· Βάκρα σίβα = μαυρόασπρη.


· Ρομπλάτι = με μεγάλα μαστάρια.


· Φλαμουρί = ασπρόμαυρη, πιότερο άσπρο.


Περί Μαρκάλου…


ή, αλλιώς, ημερολόγιο Βατέματος, για να ξέρει ο τσοπάνης


πότε θα γεννήσει η κάθε μια !


15 Ιουλίου γκαστρώθηκε η Κουρούτα –κάλεσα, στέρφη από γάλα.


20 >> >> η Κόρπα και η Παλιολιάρα.


20 >> >> η Παλιολάγια από τα Διστομίτικα.


22 >> >> η Γμαρολάγια.


24 >> >> η Λάγια, που έχει την ελιά στα καπούλια.


26 >> >> η Κουρούτα η παρδαλή, η πρώιμη.


26 >> >> η Κάλεσα η όψιμη, που έχει το γάλα από τα Διστομίτικα.


27 >> >> η Μπούτσκα ή δευτερόγεννη.


27 >> >> η Λάγια, η μεγάλη της Μαριώς.


27 >> >> η Παλιοκάλεσα, η ανταρτίνα.


29 >> >> η Μπελλοκόκκινη ή τριτόγεννη.



Γράφει κι άλλα ο μπάρμπα – ΚΕΝΤΡΟΣ στο κιτάπι του, που δε χρειάζεται εδώ


να σας τα’ μολογήσω. Κι αν ‘ξόδιασα το χρόνο σας με τούτο το γραφτό, είναι


γιατί θέλω όλοι καλά να το νογήσουμε, πως οι ξωτάρηδες του Παρνασσού


εκείνο τον καιρό, μες στα ψηλαγναντέματά τους και μες στη μοναξιά τους,


δεν ήσαντε “ αγρίμια” , που σεργιάναγαν σε ξέλακκα, σε ράχες , σε φαράγγια,


μονέ νοικοκυραίοι, με φαμελιές, τάξη, σειρά και φαντασία, γι’ αυτό και τόσα


ωραία ονόματα, φυλές, σημάδια και περιγραφές στα ζωντανά.


Γι’ αυτό κι η φορμαγέλα, έργο τέχνης, γεύσης και νοστιμιάς


του Παρνασσού η φέτα, μεζές λαχταριστός το κρέας, ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ τ’ αρνί


και της γυροβολιάς !


Πολιτισμού δοξαστικό κι αυτό, ανθρώπων και του τόπου μας,


μες στης ζωής τον ωραίο πηγαιμό!