ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43 (σε 3 συνέχειες)
Πέρασαν έτσι λίγες μέρες.
Ένα απόγευμα βρισκόμουν στο σπίτι του ξάδερφού μου του Παναγιώτη Βακράκη. Του είχε αφήσει ένας παραθεριστής από πριν τον πόλεμο ακόμα, ένα γραμμόφωνο, να του το φυλάει, με κάμποσες πλάκες.
Το είδα κι αναπήδησα.
― Ξάδερφε! – του λέω. ― Φέρ’ το, μωρέ, αυτό το γραμμόφωνο να θυμηθούμε τον παληό καλό καιρό!
Το στεριώσαμε στο άψε-σβύσε. Τόβλεπα με ταραχή, ξέροντας τι κρύβει μέσα του, ατόφια κομμάτια της ζωής μου, αναμνήσεις αλησμόνητες από κείνα τα ξένοιαστα ένα-δυο καλοκαίρια μας πριν τον πόλεμο, και μπορούσε αυτό το μισοσκουριασμένο σύνεργο να μου τ’ αναστήσει...
Και στ’ αλήθεια! Ξύπνησαν μονομιάς μόλις το κουρντίσαμε όλοι οι πόνοι της ψυχής. Χάθηκε ο τόπος από μπρος μου. Σέρνονταν μισοβραχνές οι θλιμμένες μελωδίες, γνώριμες φωνές τραγουδιστών, όλα αντίλαλοι πικροί από μια χαμένη εποχή... Ζούσες τι σημαίνει θάνατος... Έκαιγαν τα μάτια μου... Τι είχαν γίνει αυτές οι μέρες; Έπειτα... πέρασε σιγά-σιγά το πρώτο θάμπωμα, συνερχόμουν, μένοντας στην ψυχή μου ο γλυκός ο πόνος, γίνονταν ωστόσο πάλι ένας οι δυο εαυτοί μου.
Μία-μία, άκουσα όλες τις γνώριμες πλάκες, τις ξεδιάλεξα πρώτες αυτές. Ύστερα είπα να ακούσω και τις άλλες. Κύτταξα την πρώτη – έγραφε απάνω: «Ψηλά εις το μέτωπον – εμβατήριον».
― Ας τη βάλω – αποφάσισα, και μου φάνηκε αστείο. ― «Ψηλά εις το μέτωπον...».
Ένα απόγευμα βρισκόμουν στο σπίτι του ξάδερφού μου του Παναγιώτη Βακράκη. Του είχε αφήσει ένας παραθεριστής από πριν τον πόλεμο ακόμα, ένα γραμμόφωνο, να του το φυλάει, με κάμποσες πλάκες.
Το είδα κι αναπήδησα.
― Ξάδερφε! – του λέω. ― Φέρ’ το, μωρέ, αυτό το γραμμόφωνο να θυμηθούμε τον παληό καλό καιρό!
Το στεριώσαμε στο άψε-σβύσε. Τόβλεπα με ταραχή, ξέροντας τι κρύβει μέσα του, ατόφια κομμάτια της ζωής μου, αναμνήσεις αλησμόνητες από κείνα τα ξένοιαστα ένα-δυο καλοκαίρια μας πριν τον πόλεμο, και μπορούσε αυτό το μισοσκουριασμένο σύνεργο να μου τ’ αναστήσει...
Και στ’ αλήθεια! Ξύπνησαν μονομιάς μόλις το κουρντίσαμε όλοι οι πόνοι της ψυχής. Χάθηκε ο τόπος από μπρος μου. Σέρνονταν μισοβραχνές οι θλιμμένες μελωδίες, γνώριμες φωνές τραγουδιστών, όλα αντίλαλοι πικροί από μια χαμένη εποχή... Ζούσες τι σημαίνει θάνατος... Έκαιγαν τα μάτια μου... Τι είχαν γίνει αυτές οι μέρες; Έπειτα... πέρασε σιγά-σιγά το πρώτο θάμπωμα, συνερχόμουν, μένοντας στην ψυχή μου ο γλυκός ο πόνος, γίνονταν ωστόσο πάλι ένας οι δυο εαυτοί μου.
Μία-μία, άκουσα όλες τις γνώριμες πλάκες, τις ξεδιάλεξα πρώτες αυτές. Ύστερα είπα να ακούσω και τις άλλες. Κύτταξα την πρώτη – έγραφε απάνω: «Ψηλά εις το μέτωπον – εμβατήριον».
― Ας τη βάλω – αποφάσισα, και μου φάνηκε αστείο. ― «Ψηλά εις το μέτωπον...».
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43
Λοιπόν καθόλου δεν ήταν αστείο. Ήταν ένα ωραίο εμβατήριο, πολύ ωραίο. Καθόμουν στο χαγιάτι του σπιτιού σε μια καρέκλα κι είχα τεντώσει τα πόδια μου απάνω στα κάγκελα. Έβλεπα αντίκρυ την ορθή πλαγιά της Χάρβαλης, όλο μεγαλείο, με απορροφούσε όλο και περισσότερο ο σκοπός, ξύπναγε και με κυρίευε μια ωραία δύναμη μέσα μου. Και ήρθε ξάφνου η απόφαση.
― Θα χτυπήσουμε το σταθμό στο Δαδί! – είπα.
Ήμουν ενθουσιασμένος, σα να είχε τελειώσει κιόλας η επιχείρηση. Σηκώθηκα δίχως άλλο και κατέβηκα στην πλατεία. Βρήκα το Διαμαντή και το Θησέα. Το αποφασίσαμε αμέσως και τηλεφωνήσαμε τις διαταγές.
― Όλες οι μαχητικές ομάδες, στη Σουβάλα.
Έφυγε αμέσως και μια ομάδα για τα Καλάνια, να ζητήσουμε από τους εγγλέζους εκρηκτικά, αλλά γύρισε σχεδόν με άδεια χέρια. Δικαιολογήθηκε ο Φίλιπς ότι δεν είχε πιο πολλά εκείνον τον καιρό. «Κρίμα... Κρίμα...» έλεγε.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στη Σουβάλα. Φτάνανε και οι μαχητικές στην ώρα τους, Κουκουβίστα, Καστέλλια, Γραβιά, Μαριολάτα, Παληοχώρι, Απάνω Αγόριανη, Κάτω Αγόριανη, Γλούνιστα, Σουβάλα. Η Γλούνιστα ξεχώρισε πάλι. Ογδόντα ντουφέκια, τέλεια οργάνωση. Είχαν και ομάδα τραυματιοφορείς με φορεία, νοσοκόμο, φάρμακα κι όλα τα αναγκαία.
Μαζευτήκαμε πάλι 800 και πλέον μαχητές.
Στη Σουβάλα βρήκαμε και το Λουκά Κουγιάτσο, δασάρχη από το Δαδί, οργανωμένον και από τους υπεύθυνους του ΕΑΜ. Ήρθε κοντά μας μόλις φτάσαμε στην πλατεία, ψηλός-ψηλός, σεμνός, ήρεμος, χαμογελώντας. Φορούσε ένα ημίχλαινο και είχε τα χέρια του στις τσέπες. Τον σεβόσουν και τον συμπαθούσες μονομιάς.
― Πιστεύω να με θέλετε και μένα – είπε.
Από άλλους μάθαμε τι του έτυχε το περασμένο βράδυ, ο ίδιος δε μιλούσε για τον εαυτό του: Νυχτώνοντας, το σπίτι του βρέθηκε κυκλωμένο, ένα πλήθος ιταλοί ολόγυρα. Τον φώναξαν να βγει. Πετάχτηκε αυτός με μιας, έσβυσε το φως. Κρυφοκύτταξε από τα παράθυρα, ολούθε ιταλοί. Τούρθε τότε μια ιδέα. Βγήκε στο χαγιάτι πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πήρε ένα δεμάτι πουρνάρια, μπήκε ξανά στο σπίτι, κλώτσησε με πάταγο ένα παράθυρο, δήθεν ότι πηδάει έξω και πέταξε το δεμάτι. Γίνανε κουβάρι οι ιταλοί, μπήξανε τις φωνές, τίναξαν απάνω στο δεμάτι ένα σωρό χειροβομβίδες κι ύστερα έπεσαν απάνω του σίγουροι πως τον ξέκαναν τον καταζητούμενο. Και ο Λουκάς, από το άλλο μέρος του σπιτιού, δρασκέλησε ήσυχα τις φράχτες κι από δω πάνε οι άλλοι.
― Έξυπνο στρατήγημα – λέγαμε θαυμάζοντας.
Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις ξαφνικά στο συνάνθρωπό σου διαλεχτές αρετές που δεν τις υποπτευόσουν πριν. Τον θαυμάζαμε το Λουκά, ότι αγκαλιάστηκε σχεδόν με το θάνατο και γλύτωσε.
― Θα χτυπήσουμε το σταθμό στο Δαδί! – είπα.
Ήμουν ενθουσιασμένος, σα να είχε τελειώσει κιόλας η επιχείρηση. Σηκώθηκα δίχως άλλο και κατέβηκα στην πλατεία. Βρήκα το Διαμαντή και το Θησέα. Το αποφασίσαμε αμέσως και τηλεφωνήσαμε τις διαταγές.
― Όλες οι μαχητικές ομάδες, στη Σουβάλα.
Έφυγε αμέσως και μια ομάδα για τα Καλάνια, να ζητήσουμε από τους εγγλέζους εκρηκτικά, αλλά γύρισε σχεδόν με άδεια χέρια. Δικαιολογήθηκε ο Φίλιπς ότι δεν είχε πιο πολλά εκείνον τον καιρό. «Κρίμα... Κρίμα...» έλεγε.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στη Σουβάλα. Φτάνανε και οι μαχητικές στην ώρα τους, Κουκουβίστα, Καστέλλια, Γραβιά, Μαριολάτα, Παληοχώρι, Απάνω Αγόριανη, Κάτω Αγόριανη, Γλούνιστα, Σουβάλα. Η Γλούνιστα ξεχώρισε πάλι. Ογδόντα ντουφέκια, τέλεια οργάνωση. Είχαν και ομάδα τραυματιοφορείς με φορεία, νοσοκόμο, φάρμακα κι όλα τα αναγκαία.
Μαζευτήκαμε πάλι 800 και πλέον μαχητές.
Στη Σουβάλα βρήκαμε και το Λουκά Κουγιάτσο, δασάρχη από το Δαδί, οργανωμένον και από τους υπεύθυνους του ΕΑΜ. Ήρθε κοντά μας μόλις φτάσαμε στην πλατεία, ψηλός-ψηλός, σεμνός, ήρεμος, χαμογελώντας. Φορούσε ένα ημίχλαινο και είχε τα χέρια του στις τσέπες. Τον σεβόσουν και τον συμπαθούσες μονομιάς.
― Πιστεύω να με θέλετε και μένα – είπε.
Από άλλους μάθαμε τι του έτυχε το περασμένο βράδυ, ο ίδιος δε μιλούσε για τον εαυτό του: Νυχτώνοντας, το σπίτι του βρέθηκε κυκλωμένο, ένα πλήθος ιταλοί ολόγυρα. Τον φώναξαν να βγει. Πετάχτηκε αυτός με μιας, έσβυσε το φως. Κρυφοκύτταξε από τα παράθυρα, ολούθε ιταλοί. Τούρθε τότε μια ιδέα. Βγήκε στο χαγιάτι πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πήρε ένα δεμάτι πουρνάρια, μπήκε ξανά στο σπίτι, κλώτσησε με πάταγο ένα παράθυρο, δήθεν ότι πηδάει έξω και πέταξε το δεμάτι. Γίνανε κουβάρι οι ιταλοί, μπήξανε τις φωνές, τίναξαν απάνω στο δεμάτι ένα σωρό χειροβομβίδες κι ύστερα έπεσαν απάνω του σίγουροι πως τον ξέκαναν τον καταζητούμενο. Και ο Λουκάς, από το άλλο μέρος του σπιτιού, δρασκέλησε ήσυχα τις φράχτες κι από δω πάνε οι άλλοι.
― Έξυπνο στρατήγημα – λέγαμε θαυμάζοντας.
Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις ξαφνικά στο συνάνθρωπό σου διαλεχτές αρετές που δεν τις υποπτευόσουν πριν. Τον θαυμάζαμε το Λουκά, ότι αγκαλιάστηκε σχεδόν με το θάνατο και γλύτωσε.
Το σχέδιο για την επιχείρηση ήταν να απομονώσουμε το Δαδί από το σταθμό. Να καταλάβουμε έπειτα το σταθμό. Να ανατινάξουμε τη σιδηροδρομική γραμμή σ’ ένα κατάλληλο σημείο στην κατωφέρεια προς το Κηφισσοχώρι. Και να στέλνουμε κει από το σταθμό όλο το τροχαίο υλικό, μηχανές και βαγόνια, να συντρίβονται. Τέλος να ανατινάξουμε τις εγκαταστάσεις του σταθμού.
Ο σταθμός είναι 1 χιλιόμετρο πιο χαμηλά από το Δαδί. Είχε 25 γερμανούς φρουρά. Στο Δαδί στάθμευε φρουρά, 900 περίπου ιταλοί. Σημείο να ανατινάξουμε τη γραμμή διαλέξαμε εκεί που είναι η μεγάλη στροφή κοντά στον Παρνασσό, στη θέση Παλαβίτσα, που τα τραίνα βγαίνουν από τους λόφους στον κάμπο.
Ξεχωρίσαμε ένα τμήμα με τον Καλλία και το Δήμο. Έφυγαν νύχτα να πιάσουν την Παλαβίτσα και να ετοιμάσουν την ανατίναξη. Η επιχείρηση θα γινόταν το άλλο βράδυ. Είχαν μακρυνό και δύσκολο δρομολόγιο, να περάσουν ψηλά από το Δαδί. Τους δώσαμε διαταγή να περάσουν εντελώς αθόρυβα. Συμφωνήσαμε, στις 11 τη νύχτα που θα άρχιζε η επιχείρηση στο σταθμό, να τοποθετούσανε κι αυτοί τα εκρηκτικά τους στη γραμμή κι ό,τι τραίνο έφτανε από κείνη την ώρα κι ύστερα να τιναζόταν στον αέρα. Είχαμε από πριν βεβαιωθεί ότι τέτοια ώρα δεν είχε τραίνο ελληνικό.
Ο Τρικούπης (δάσκαλος Αντώνης Νικολάου, που τον λευτερώσαμε στη Λειβαδιά μαζί με τον Πατέρα) μπήκε αρχηγός στο τμήμα που θα στέλναμε να απομονώσει το Δαδί.
Είχαμε στο αρχηγείο και τρεις αντάρτες σιδηροδρομικούς, τον Κίμωνα, τον Ξάνθο κι έναν τρίτο (δε θυμάμαι δυστυχώς το όνομά του). Ξέρανε και οι τρεις από μηχανές, ήσαν της κινήσεως. Αυτοί, και όσοι ακόμα θα επιστρατεύαμε επί τόπου στο σταθμό, θα σάρωναν το τροχαίο υλικό μόλις τέλειωνε η επιχείρηση, τους κρατήσαμε στην εφεδρεία να μην εκτεθούν στη μάχη.
Έφυγε το ίδιο βράδυ ο Καλλίας. Την άλλη μέρα το δειλινό ετοιμαστήκαμε κι εμείς και ξεκινήσαμε. Θέλαμε να βγούμε μέρα στα Ισιώματα, να δουν από ψηλά όλοι οι αντάρτες το σταθμό κα να αναλύσουμε το σχέδιο, να έχουν όλοι μια ιδέα τι θα γίνει, να μην πάμε νύχτα στα τυφλά.
Ο καιρός για την ώρα ήσυχος, γλυκός. Συννεφιά όμως και σημάδια ότι θα χαλούσε.
Τη στιγμή που φτάναμε στου Σταμάτη το Πτηνοτροφείο και θα αναμεράγαμε στα πουρνάρια να καθήσουμε, να μπροστά μας ο Βασίλης ο Καθούλης, ψηλός, νευρώδης, σβέλτος, ικανός και ψύχραιμος άνθρωπος. Ήταν υπεύθυνος της περιοχής. Ξεφύτρωσε σα να τον έβγαλε η γη και φαινόταν με το πρώτο σκληρός και οργισμένος. Ρώταγε στυφά: «Πού είναι το Αρχηγείο;».
Μας βρήκε.
― Πού πάτε; – στάθηκε μπροστά μας και μας είπε αυστηρά.
― Χα – έκαμα μέσα μου – αντιρρήσεις έχουμε.
Και μούρθε εκείνη τη στιγμή στο νου ότι πράγματι είμασταν εκτεθειμένοι: Είχαμε τελείως παραλείψει να συνεννοηθούμε με την οργάνωση.
― Γεια σου, Βασίλη – του είπαμε ρίχνοντάς το λίγο στο αστείο – τι συμβαίνει;
― Εγώ ρωτάω τι συμβαίνει! – είπε ανένδοτος αυτός.
Γελούσαμε αλλά αυτός δεν άλλαζε στάση. Το τμήμα όλο είχε σταθεί.
― Έχετε αντιρρήσεις για την επιχείρηση; – τον ρωτήσαμε τότε.
Μας κύτταζε συνοφρυωμένος.
― Αντιρρήσεις; – είπε. ― Καμμιά αντίρρηση δεν έχουμε. Αλλά έτσι, δε μας λογαριάζετε εμάς; Πού είναι συνεννόηση; Τι είμαστε εμείς εδώ; Δε σας νοιάζει τι μας βρίσκει; Τι δουλειά μπορεί να έχουμε κι εμείς; Να σας βοηθήσουμε στο κάτω-κάτω, μωρέ! Πού πάτε έτσι στα στραβά; Ποιος θα σας πει τι είναι και τι δεν είναι στο σταθμό;
Δεν κρατιόταν και τιναζόταν φουρκισμένος. Είχε δίκηο.
― Έλα να καθήσουμε να κουβεντιάσουμε – είπε ο Διαμαντής και καθήσαμε. Οι απόψεις του σήμαιναν αναβολή και σου κακοφαίνεται να τη σταματάς στη μέση μια δουλειά που ξεκίνησε και περπατάει.
― Αυτό σημαίνει να αναβάλουμε – του είπα.
― Και βέβαια! – είπε κοφτά. ― Γιατί να μην αναβάλετε;
Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε την άλλη μέρα, το βράδυ στο ίδιο μέρος. Να μας είχαν και πληροφορίες. Και η μαχητική του Δαδιού να πήγαινε με τον Καλλία. Έφυγε και σύνδεσμος στο άλλο τμήμα να ειδοποιήσει για την αναβολή. Στείλαμε σε λίγο και δεύτερο σύνδεσμο, χώρια από τον πρώτον, νάμαστε πιο σίγουροι. Τους είπαμε και των δυο νάρθουν πίσω να μας αναφέρουν για να ξέρουμε. Γυρίσαμε κατόπιν πάλι στη Σουβάλα. Βαρετός ο δρόμος σε τέτοια γυρίσματα. Οι αντάρτες αποκαρδιώθηκαν, την είχαμε σαν τελειωμένη την επιχείρηση. Την ανάλυση ωστόσο στο σχέδιο την κάμαμε, βλέποντας το σταθμό.
Το άλλο βράδυ, νύχτα πια, φτάσαμε ξανά στο Πτηνοτροφείο. Μας περίμενε σύνδεσμος και μας είπε να ανεβούμε το Αρχηγείο στο σπίτι, μας περίμεναν οι συναγωνιστές του Δαδιού. Μοναχικό μέσα στην ερημιά, στεκόταν σιωπηλό ανάμεσα σε μικρές σεμνές μυγδαλιές το αχνό σπίτι, φιλικό και εγκάρδιο. Μπήκαμε μιλώντας σιγά. Και οι νοικοκυρέοι σιγανά μιλούσαν. Ας μην υπήρχε φόβος. Με μια αδύναμη λάμπα στη μέση στο τραπέζι και τα γελαστά τους πρόσωπα εναγύρω, μας περίμεναν μερικοί φίλοι. Σηκώθηκαν συγκινημένοι, αγκαλιαστήκαμε. Όλοι σχεδόν γνωστοί από παληά. Ο νοικοκύρης στο πόδι, αγωνιστής κι αυτός.
Μας είπανε οι συναγωνιστές τις πληροφορίες από το σταθμό, καταλεπτώς πού κοιμόνταν οι γερμανοί, πού εκτελούσαν υπηρεσία όσοι είναι βάρδια, ποιους δικούς μας μπορούμε να βρούμε. Πολύ καλή δουλειά, πάντοτε το Δαδί τέλειες δουλειές έκανε.
Βαθειά προχωρημένη νύχτα ξεκινήσαμε, κάμαμε ίσια κάτω όλα τα τμήματα και πέσαμε στον κάμπο. Στο ριζό έκαμε δεξιά ο Τρικούπης με τους δικούς του να κόψει το Δαδί. Οι υπόλοιποι περάσαμε στα Καλογερικά Δέντρα, διαβήκαμε κάθετα τη δημοσιά, και γραμμή για το σταθμό.
Είχε χαλάσει ο καιρός. Από τη βροχή ο κάμπος βαρύς, λάσπη πολλή. Ο ουρανός κατάμαυρος, κρέμονταν ως απάνω από τα κεφάλια μας νερουλιαστά σύννεφα. Ξεφτίδια όμως, δείγμα νέας αλλαγής του καιρού στο καλλίτερο. Μια βαθειά μουγγαμάρα στη φύση. Φτάσανε κοντά μας ένας-δυο θόρυβοι από το σταθμό, καθαροί, διάφανοι, σα να χαίρονταν εύθυμοι και ξένοιαστοι την άπλα και την ησυχία. Δεν είχε κίνηση στο σταθμό εκείνη την ώρα, αλλά τότε ήταν μεγάλος σταθμός το Δαδί και πάντα κάτι θα γινόταν. Διακόσια με διακόσια πενήντα βαγόνια μπορούσες να βρίσκεις κάθε φορά στις γραμμές του και πάνω από 12-15 ατμομηχανές, οι οχτώ πάντα σε ατμό. Ξεχώριζε αχνά κι ο όγκος του σταθμού, τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις, πάνω από τη μαύρη ισιάδα του κάμπου.
Βαδίζαμε αμίλητοι. Κανένα βήξιμο μόνο απ’ ανάμεσα, πνιχτό κι αυτό, και το αυτί τεντωμένο. Πάλι θυμήθηκα τα παληά. Από δω περνούσαμε πηγαίνοντας στις εκδρομές μας, μαθητές – φευγάτη εποχή.
Ο σταθμός είναι 1 χιλιόμετρο πιο χαμηλά από το Δαδί. Είχε 25 γερμανούς φρουρά. Στο Δαδί στάθμευε φρουρά, 900 περίπου ιταλοί. Σημείο να ανατινάξουμε τη γραμμή διαλέξαμε εκεί που είναι η μεγάλη στροφή κοντά στον Παρνασσό, στη θέση Παλαβίτσα, που τα τραίνα βγαίνουν από τους λόφους στον κάμπο.
Ξεχωρίσαμε ένα τμήμα με τον Καλλία και το Δήμο. Έφυγαν νύχτα να πιάσουν την Παλαβίτσα και να ετοιμάσουν την ανατίναξη. Η επιχείρηση θα γινόταν το άλλο βράδυ. Είχαν μακρυνό και δύσκολο δρομολόγιο, να περάσουν ψηλά από το Δαδί. Τους δώσαμε διαταγή να περάσουν εντελώς αθόρυβα. Συμφωνήσαμε, στις 11 τη νύχτα που θα άρχιζε η επιχείρηση στο σταθμό, να τοποθετούσανε κι αυτοί τα εκρηκτικά τους στη γραμμή κι ό,τι τραίνο έφτανε από κείνη την ώρα κι ύστερα να τιναζόταν στον αέρα. Είχαμε από πριν βεβαιωθεί ότι τέτοια ώρα δεν είχε τραίνο ελληνικό.
Ο Τρικούπης (δάσκαλος Αντώνης Νικολάου, που τον λευτερώσαμε στη Λειβαδιά μαζί με τον Πατέρα) μπήκε αρχηγός στο τμήμα που θα στέλναμε να απομονώσει το Δαδί.
Είχαμε στο αρχηγείο και τρεις αντάρτες σιδηροδρομικούς, τον Κίμωνα, τον Ξάνθο κι έναν τρίτο (δε θυμάμαι δυστυχώς το όνομά του). Ξέρανε και οι τρεις από μηχανές, ήσαν της κινήσεως. Αυτοί, και όσοι ακόμα θα επιστρατεύαμε επί τόπου στο σταθμό, θα σάρωναν το τροχαίο υλικό μόλις τέλειωνε η επιχείρηση, τους κρατήσαμε στην εφεδρεία να μην εκτεθούν στη μάχη.
Έφυγε το ίδιο βράδυ ο Καλλίας. Την άλλη μέρα το δειλινό ετοιμαστήκαμε κι εμείς και ξεκινήσαμε. Θέλαμε να βγούμε μέρα στα Ισιώματα, να δουν από ψηλά όλοι οι αντάρτες το σταθμό κα να αναλύσουμε το σχέδιο, να έχουν όλοι μια ιδέα τι θα γίνει, να μην πάμε νύχτα στα τυφλά.
Ο καιρός για την ώρα ήσυχος, γλυκός. Συννεφιά όμως και σημάδια ότι θα χαλούσε.
Τη στιγμή που φτάναμε στου Σταμάτη το Πτηνοτροφείο και θα αναμεράγαμε στα πουρνάρια να καθήσουμε, να μπροστά μας ο Βασίλης ο Καθούλης, ψηλός, νευρώδης, σβέλτος, ικανός και ψύχραιμος άνθρωπος. Ήταν υπεύθυνος της περιοχής. Ξεφύτρωσε σα να τον έβγαλε η γη και φαινόταν με το πρώτο σκληρός και οργισμένος. Ρώταγε στυφά: «Πού είναι το Αρχηγείο;».
Μας βρήκε.
― Πού πάτε; – στάθηκε μπροστά μας και μας είπε αυστηρά.
― Χα – έκαμα μέσα μου – αντιρρήσεις έχουμε.
Και μούρθε εκείνη τη στιγμή στο νου ότι πράγματι είμασταν εκτεθειμένοι: Είχαμε τελείως παραλείψει να συνεννοηθούμε με την οργάνωση.
― Γεια σου, Βασίλη – του είπαμε ρίχνοντάς το λίγο στο αστείο – τι συμβαίνει;
― Εγώ ρωτάω τι συμβαίνει! – είπε ανένδοτος αυτός.
Γελούσαμε αλλά αυτός δεν άλλαζε στάση. Το τμήμα όλο είχε σταθεί.
― Έχετε αντιρρήσεις για την επιχείρηση; – τον ρωτήσαμε τότε.
Μας κύτταζε συνοφρυωμένος.
― Αντιρρήσεις; – είπε. ― Καμμιά αντίρρηση δεν έχουμε. Αλλά έτσι, δε μας λογαριάζετε εμάς; Πού είναι συνεννόηση; Τι είμαστε εμείς εδώ; Δε σας νοιάζει τι μας βρίσκει; Τι δουλειά μπορεί να έχουμε κι εμείς; Να σας βοηθήσουμε στο κάτω-κάτω, μωρέ! Πού πάτε έτσι στα στραβά; Ποιος θα σας πει τι είναι και τι δεν είναι στο σταθμό;
Δεν κρατιόταν και τιναζόταν φουρκισμένος. Είχε δίκηο.
― Έλα να καθήσουμε να κουβεντιάσουμε – είπε ο Διαμαντής και καθήσαμε. Οι απόψεις του σήμαιναν αναβολή και σου κακοφαίνεται να τη σταματάς στη μέση μια δουλειά που ξεκίνησε και περπατάει.
― Αυτό σημαίνει να αναβάλουμε – του είπα.
― Και βέβαια! – είπε κοφτά. ― Γιατί να μην αναβάλετε;
Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε την άλλη μέρα, το βράδυ στο ίδιο μέρος. Να μας είχαν και πληροφορίες. Και η μαχητική του Δαδιού να πήγαινε με τον Καλλία. Έφυγε και σύνδεσμος στο άλλο τμήμα να ειδοποιήσει για την αναβολή. Στείλαμε σε λίγο και δεύτερο σύνδεσμο, χώρια από τον πρώτον, νάμαστε πιο σίγουροι. Τους είπαμε και των δυο νάρθουν πίσω να μας αναφέρουν για να ξέρουμε. Γυρίσαμε κατόπιν πάλι στη Σουβάλα. Βαρετός ο δρόμος σε τέτοια γυρίσματα. Οι αντάρτες αποκαρδιώθηκαν, την είχαμε σαν τελειωμένη την επιχείρηση. Την ανάλυση ωστόσο στο σχέδιο την κάμαμε, βλέποντας το σταθμό.
Το άλλο βράδυ, νύχτα πια, φτάσαμε ξανά στο Πτηνοτροφείο. Μας περίμενε σύνδεσμος και μας είπε να ανεβούμε το Αρχηγείο στο σπίτι, μας περίμεναν οι συναγωνιστές του Δαδιού. Μοναχικό μέσα στην ερημιά, στεκόταν σιωπηλό ανάμεσα σε μικρές σεμνές μυγδαλιές το αχνό σπίτι, φιλικό και εγκάρδιο. Μπήκαμε μιλώντας σιγά. Και οι νοικοκυρέοι σιγανά μιλούσαν. Ας μην υπήρχε φόβος. Με μια αδύναμη λάμπα στη μέση στο τραπέζι και τα γελαστά τους πρόσωπα εναγύρω, μας περίμεναν μερικοί φίλοι. Σηκώθηκαν συγκινημένοι, αγκαλιαστήκαμε. Όλοι σχεδόν γνωστοί από παληά. Ο νοικοκύρης στο πόδι, αγωνιστής κι αυτός.
Μας είπανε οι συναγωνιστές τις πληροφορίες από το σταθμό, καταλεπτώς πού κοιμόνταν οι γερμανοί, πού εκτελούσαν υπηρεσία όσοι είναι βάρδια, ποιους δικούς μας μπορούμε να βρούμε. Πολύ καλή δουλειά, πάντοτε το Δαδί τέλειες δουλειές έκανε.
Βαθειά προχωρημένη νύχτα ξεκινήσαμε, κάμαμε ίσια κάτω όλα τα τμήματα και πέσαμε στον κάμπο. Στο ριζό έκαμε δεξιά ο Τρικούπης με τους δικούς του να κόψει το Δαδί. Οι υπόλοιποι περάσαμε στα Καλογερικά Δέντρα, διαβήκαμε κάθετα τη δημοσιά, και γραμμή για το σταθμό.
Είχε χαλάσει ο καιρός. Από τη βροχή ο κάμπος βαρύς, λάσπη πολλή. Ο ουρανός κατάμαυρος, κρέμονταν ως απάνω από τα κεφάλια μας νερουλιαστά σύννεφα. Ξεφτίδια όμως, δείγμα νέας αλλαγής του καιρού στο καλλίτερο. Μια βαθειά μουγγαμάρα στη φύση. Φτάσανε κοντά μας ένας-δυο θόρυβοι από το σταθμό, καθαροί, διάφανοι, σα να χαίρονταν εύθυμοι και ξένοιαστοι την άπλα και την ησυχία. Δεν είχε κίνηση στο σταθμό εκείνη την ώρα, αλλά τότε ήταν μεγάλος σταθμός το Δαδί και πάντα κάτι θα γινόταν. Διακόσια με διακόσια πενήντα βαγόνια μπορούσες να βρίσκεις κάθε φορά στις γραμμές του και πάνω από 12-15 ατμομηχανές, οι οχτώ πάντα σε ατμό. Ξεχώριζε αχνά κι ο όγκος του σταθμού, τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις, πάνω από τη μαύρη ισιάδα του κάμπου.
Βαδίζαμε αμίλητοι. Κανένα βήξιμο μόνο απ’ ανάμεσα, πνιχτό κι αυτό, και το αυτί τεντωμένο. Πάλι θυμήθηκα τα παληά. Από δω περνούσαμε πηγαίνοντας στις εκδρομές μας, μαθητές – φευγάτη εποχή.
Πεντακόσια-εφτακόσια μέτρα από το σταθμό δώσαμε διαταγή «αλτ!» κι άκουγες περπάτησε πνιχτά από στόμα σε στόμα, αλτ! αλτ! αλτ! Σταμάτησε η φάλαγγα. Άλλη μια διαταγή και οι ομάδες ήρθαν αθόρυβα σε παράταξη η μια δίπλα στην άλλη.
― Συναγωνιστές! – είπαμε αχνά. ― Θα γίνει τώρα εδώ η κατανομή στις αποστολές. Χωρίς φασαρία όμως. Να μη μιλάμε, για να συνεννοηθούμε γρήγορα, να τελειώνουμε.
― Όσοι είναι δαδιώτες! Να βγουν εδώ μπροστά!
Κάπου δέκα-δεκαπέντε σκιές ήρθαν αμίλητες και στάθηκαν μπροστά μας, παραδίπλα.
Αρχίσαμε κατόπιν να καλούμε ένα-ένα τμήμα. Για το μηχανοστάσιο τέσσερες-πέντε μόνο. (Ένας ή δυο γερμανοί ξενυχτούσαν εκεί). Για το γραφείο του σταθμάρχη άλλοι τέσσερες-πέντε. Για τους κοιτώνες των γερμανών, καμμιά δεκαριά-δεκαπέντε. Από 50-60 άντρες από δω κι από κει στο σταθμό για άμεση ασφάλεια. Άλλοι 60-70 στο δρόμο απ’ το Δαδί, μήπως δεν κρατήσει ο Τρικούπης. Περίσσευαν καμμιά διακοσαριά άντρες, τους κρατήσαμε εφεδρεία. Το πιο σίγουρο ήταν ότι δε θα χρειάζονταν αν πήγαινε καλά η δουλειά.
Φωνάξαμε τα μικρά τμήματα πρώτα, για μέσα στο σταθμό. Τους δίναμε κι από έναν οδηγό από τους δαδιώτες. Φωνάξαμε και την ομάδα που θα έμπαινε στους κοιτώνες των γερμανών, να τους αφοπλίσει (κοιμούνταν στο κεντρικό κτίριο στο απάνω πάτωμα).
― Έλα, συναγωνιστή, εσύ – είπα σ’ έναν από τους οδηγούς. Θα πας την ομάδα αυτή στο κεντρικό κτίριο του σταθμού.
Ήρθε κοντά μου ο συναγωνιστής αυτός, σα μουδιασμένος.
― Συναγωνιστή – μου λέει – δεν ξέρω πού είναι αυτό το κτίριο.
«Φοβήθηκε ο μπαγάσας! – είπα μέσα μου – ποιος να είναι;» κι έσκυβα να τον γνωρίσω.
― Δε ντρέπεσαι, συναγωνιστή – τον κατσάδιασα – δαδιώτης, και να λες δεν γνωρίζεις πού είναι το κεντρικό κτίριο του σταθμού;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Δεν είμαι δαδιώτης, συναγωνιστή.
Ξαφνιάστηκα.
― Από πού είσαι; – τον ρώτησα. ― Εδώ είπαμε να βγούνε οι δαδιώτες.
― Εγώ είμαι από το Σερνικάκι – μου αποκρίθηκε.
― Πώς λέγεσαι, μωρέ, από το Σερνικάκι; – υποψιάστηκα με μιας κι έσκυψα ξανά πιο κοντά του.
― Παΐδας... – είπε δειλά.
― Βρε!! – του έκαμα έκπληκτος. ― Εσύ δεν είσαι που σου είπαμε δε σε δεχόμαστε στο Σερνικάκι; Από πού ξεφύτρωσες εδώ;
Δε μιλούσε.
― Έλα, συναγωνιστή εσύ! – είπα στον επόμενο δαδιώτη.
Ζύγωσε εκείνος. Ήταν ψηλός, ήσυχος. Έσκυψα κοντά του.
― Εσύ είσαι Λουκά; – ρώτησα. (Ο Κουγιάτσος).
― Εγώ, καπετάνιε – είπε μαλακά.
― Θα οδηγήσεις την ομάδα στο κεντρικό κτίριο.
― Εν τάξει. Εν τάξει.
Τελειώσαμε και με τις υπόλοιπες αποστολές και κάμαμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση το σχέδιο ενέργειας:
Πρώτη μας δουλειά, οι γερμανοί που κοιμούνται. Αν είναι δυνατόν δίχως ντουφεκιά. Όποιος άλλος γερμανός βρεθεί πριν μπροστά μας ξαφνικά, θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε στο χέρι δίχως φασαρία. Αν μπαίνει τραίνο στο σταθμό πριν νάχουμε φτάσει δε θα το πειράξουμε, ούτε θα προχωρήσουμε. Θα περιμένουμε να φύγει πρώτα. Και αν αργεί θα έχουμε οπωσδήποτε επαφή με τη Διοίκηση για νέες διαταγές. Αν φτάσει τραίνο αφού θάχουμε μπει στο σταθμό, αυτό θα το χτυπήσουν τα τμήματα ασφαλείας. Αυτά, και δε θυμάμαι τι άλλο χρειάστηκε και είπαμε.
Και ξεκινήσαμε.
― Συναγωνιστές! – είπαμε αχνά. ― Θα γίνει τώρα εδώ η κατανομή στις αποστολές. Χωρίς φασαρία όμως. Να μη μιλάμε, για να συνεννοηθούμε γρήγορα, να τελειώνουμε.
― Όσοι είναι δαδιώτες! Να βγουν εδώ μπροστά!
Κάπου δέκα-δεκαπέντε σκιές ήρθαν αμίλητες και στάθηκαν μπροστά μας, παραδίπλα.
Αρχίσαμε κατόπιν να καλούμε ένα-ένα τμήμα. Για το μηχανοστάσιο τέσσερες-πέντε μόνο. (Ένας ή δυο γερμανοί ξενυχτούσαν εκεί). Για το γραφείο του σταθμάρχη άλλοι τέσσερες-πέντε. Για τους κοιτώνες των γερμανών, καμμιά δεκαριά-δεκαπέντε. Από 50-60 άντρες από δω κι από κει στο σταθμό για άμεση ασφάλεια. Άλλοι 60-70 στο δρόμο απ’ το Δαδί, μήπως δεν κρατήσει ο Τρικούπης. Περίσσευαν καμμιά διακοσαριά άντρες, τους κρατήσαμε εφεδρεία. Το πιο σίγουρο ήταν ότι δε θα χρειάζονταν αν πήγαινε καλά η δουλειά.
Φωνάξαμε τα μικρά τμήματα πρώτα, για μέσα στο σταθμό. Τους δίναμε κι από έναν οδηγό από τους δαδιώτες. Φωνάξαμε και την ομάδα που θα έμπαινε στους κοιτώνες των γερμανών, να τους αφοπλίσει (κοιμούνταν στο κεντρικό κτίριο στο απάνω πάτωμα).
― Έλα, συναγωνιστή, εσύ – είπα σ’ έναν από τους οδηγούς. Θα πας την ομάδα αυτή στο κεντρικό κτίριο του σταθμού.
Ήρθε κοντά μου ο συναγωνιστής αυτός, σα μουδιασμένος.
― Συναγωνιστή – μου λέει – δεν ξέρω πού είναι αυτό το κτίριο.
«Φοβήθηκε ο μπαγάσας! – είπα μέσα μου – ποιος να είναι;» κι έσκυβα να τον γνωρίσω.
― Δε ντρέπεσαι, συναγωνιστή – τον κατσάδιασα – δαδιώτης, και να λες δεν γνωρίζεις πού είναι το κεντρικό κτίριο του σταθμού;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Δεν είμαι δαδιώτης, συναγωνιστή.
Ξαφνιάστηκα.
― Από πού είσαι; – τον ρώτησα. ― Εδώ είπαμε να βγούνε οι δαδιώτες.
― Εγώ είμαι από το Σερνικάκι – μου αποκρίθηκε.
― Πώς λέγεσαι, μωρέ, από το Σερνικάκι; – υποψιάστηκα με μιας κι έσκυψα ξανά πιο κοντά του.
― Παΐδας... – είπε δειλά.
― Βρε!! – του έκαμα έκπληκτος. ― Εσύ δεν είσαι που σου είπαμε δε σε δεχόμαστε στο Σερνικάκι; Από πού ξεφύτρωσες εδώ;
Δε μιλούσε.
― Έλα, συναγωνιστή εσύ! – είπα στον επόμενο δαδιώτη.
Ζύγωσε εκείνος. Ήταν ψηλός, ήσυχος. Έσκυψα κοντά του.
― Εσύ είσαι Λουκά; – ρώτησα. (Ο Κουγιάτσος).
― Εγώ, καπετάνιε – είπε μαλακά.
― Θα οδηγήσεις την ομάδα στο κεντρικό κτίριο.
― Εν τάξει. Εν τάξει.
Τελειώσαμε και με τις υπόλοιπες αποστολές και κάμαμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση το σχέδιο ενέργειας:
Πρώτη μας δουλειά, οι γερμανοί που κοιμούνται. Αν είναι δυνατόν δίχως ντουφεκιά. Όποιος άλλος γερμανός βρεθεί πριν μπροστά μας ξαφνικά, θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε στο χέρι δίχως φασαρία. Αν μπαίνει τραίνο στο σταθμό πριν νάχουμε φτάσει δε θα το πειράξουμε, ούτε θα προχωρήσουμε. Θα περιμένουμε να φύγει πρώτα. Και αν αργεί θα έχουμε οπωσδήποτε επαφή με τη Διοίκηση για νέες διαταγές. Αν φτάσει τραίνο αφού θάχουμε μπει στο σταθμό, αυτό θα το χτυπήσουν τα τμήματα ασφαλείας. Αυτά, και δε θυμάμαι τι άλλο χρειάστηκε και είπαμε.
Και ξεκινήσαμε.
(σελ. 327-333, Τόμος Β΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου