Σελίδες

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Φθιώτιδα-Φωκίδα: Ιστορική αναδρομή στην περιοχή (19ος-20ος αιώνας) -ΦΩΚΙΔΑ-


Β’ Η ΦΩΚΙΔΑ

I. Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ
     
     Η Φωκίδα σαφώς μικρότερη σε έκταση από την Φθιώτιδα είχε χωριστεί σε δύο επαρχίες, την Παρνασσίδα και την Δωρίδα. Η Παρνασσίδα θα έχει έκταση 72.960 στρέμματα από τα οποία τα 16.600 προεπαναστατικά θα ανήκουν σε Οθωμανούς, ενώ η Δωρίδα θα εκτείνεται σε μία περιοχή 121.000 στρεμμάτων από τα οποία τα 16.000 άνηκαν  την προεπαναστατική περίοδο στους Οθωμανούς επίσης. Η οριστική διαίρεση και ο καθορισμός των συνόρων του νομού αλλά και των επαρχιών του έγινε με βασιλικό διάταγμα τον Απρίλιο του 1833. Στις 20/11/1833 ιδρύεται και η επισκοπή Φωκίδος ενώ τον Οκτώβριο του 1834 δημιουργείται το Πρωτοδικείου του νομού Φωκιδολοκρίδος με έδρα την Άμφισσα.[1]
     Η Άμφισσα που είναι η πρωτεύουσα του νομού, θα αποτελέσει και πρωτεύουσα της επαρχίας Παρνασσίδας. Η επαρχία θα χωριστεί σε 7 δήμους από 11 που ήταν προηγουμένως το 1840. Ο δήμος Αμφίσσης θα έχει πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη και θα συμπληρώνεται από τα χωριά: Κούσκι, Άγιος Γεώργιος, Σεργούνι, Σεγδίτσα και Σκάλα Αμφίσσης με 3.786 κατοίκους. Ο δήμος Γαλαξιδίου θα έχει έδρα του την ομώνυμη πόλη και σε συγχώνευση με το δήμο Μυωνίας θα έχει πληθυσμό 3.897 κατοίκους. Ο δήμος Αντικύρρας με πρωτεύουσα τη Δεσφίνα θα συγκεντρώσει στην επικράτειά του 1.165 κατοίκου, ενώ ο δήμος Κρίσσης 2023 κατοίκους. Τέλος, ο δήμος Παρνασσίων, Δωριέων και Κυτινίων θα έχουν πληθυσμό της τάξης των 1.211, 3.821 και 2.367 κατοίκων αντίστοιχα.[2]
     Ο δήμος Γαλαξιδίου εκτός από την ομώνυμη πρωτεύουσά του θα περιλαμβάνει στα όριά του τα οικιστικά σύνολα της Αγίας Ευθυμίας, της Κολοπετινίτσας (Τριταία), της Βουνιχώρας και των Πεντεορίων. Ο δήμος Αντικύρρας εκτός από την πρωτεύουσά του συμπληρωνόταν και από το χωριά Άσπρα σπίτια, ενώ ο δήμος Παρνασσίων θα έχει και αυτός δύο χωριά, την έδρα του Τοπόλια και το χωριό Κολοβάτες. Ο δήμος Δωριέων πρωτεύουσά του θα έχει έδρα του το χωριό Αγόριανη που θα χωρίζεται σε άνω και κάτω. Άλλα χωριά του δήμου Δωριέων θα είναι το Παλαιοχώρι, η Σουβάλα, , οι Μαργιολάτες, η Βάργιανη, το Χλωμό, το Καστέλι, ο Μπράλος, η Κουκουβίστα, η Κάνιανη, το Σκλήθρο και η Γραβιά. Τέλος ο Δήμος Κυτινίων αποτελείται από τα χωριά Καστριώτισσα, Μουσουνίτσα, Στρώμη, Δρέμισσα και Γούριτσα ενώ πρωτεύουσά του είναι το χωριό Μαυρολιθάρι.[3]
     Η επαρχία Δωρίδας θα χωριστεί σε τέσσερις δήμους. Αυτοί θα είναι οι δήμοι Αιγιτίου με έδρα το Λιδωρίκι, Κροκυλείου με πρωτεύουσες τα χωριά Πενταγιοί και Αρτοτίνα (εναλλαγή πρωτεύουσας κατά το θέρος), Ποτιδανείας με έδρα το άνω Παλιοξάρι και Τολοφώνας με έδρα το χωριό Βιτρινίτσα. Τα υπόλοιπα χωριά του δήμου Αιγιτίου θα είναι το Λευκαδίτι, η Συκιά, ο Κονιάκος, το Τρίβιδι, το Κλήμα, η Γρανίτσα, ο Λούτσοβος, ο Άβορος, ο Σεβέδικος, η Στρούζα, η Βραϊλα, το Μαλαντρίνο, η Σκαλούλα και οι Καρούτες.[4]
    Ο δήμος Κροκυλείου με θερινή πρωτεύουσα την Αρτοτίνα και χειμερινή το χωριό Πενταγιοί θα πλαισιώνεται από τα χωριά των Δρεστένων, της Βοστινίτσας, του Νούτσουρμπου, του Κριατσίου, του Σουρουστιού, της Κερασιάς, του Βλαχοβουνίου, του Παλιοκάτουνου, του Αβορίτι, του Αλποχωρίου, του Ζοριάνου, του Κουπακίου και της Αγλαβίστας.[5]
     Ο τρίτος κατά σειρά δήμος που εξετάζουμε είναι ο δήμος Ποτιδανείας ο οποίος ξεκινά από μία ορεινή περιοχή δυτικά του ποταμού Μόρνου και φτάνει έως τις εκβολές του στον Κορινθιακό κόλπο. Πρωτεύουσα του έχει το χωριό Άνω Παλιοξάρι. Τα χωριά που απάρτιζαν τη διοικητική αρχή του συγκεκριμένου οικιστικού συνόλου ήταν το Κάτω Παλιοξάρι, το Λυκοχώρι, οι Γκουμαίοι, η Καρδάρα, η Καρυά, ο Σουλές (Ευπάλιο), το Βλαχοκάτουνο, το Μεραφέντη, ο Λόγγος, η Μανάγουλη, τα Χασάναγα, τα Μαλάματα, το Κλήμα, ο Παλιόμυλος, τα Καρούτια, η Σεργούλα, το Παλιοχώρι, η Στύλια, η Περιθιώτισσα και τα Ζαμπιά.[6]
     Παράλληλα ο δήμος Τολοφώνας θα καλύπτει την παράλια περιοχή της Φωκίδας ξεκινώντας δυτικά από το Γαλαξίδι έως μία περιοχή κοντά στα δυτικά όρια του νομού με την Αιτωλοακαρνανία. Ο δήμος θα έχει την έδρα του στο χωριό Βιτρινίτσα, ενώ τα χωριά που υπάγονται στη συγκεκριμένη δημοτική αρχή είναι η Ξυλογαϊδάρα, ο Βελενίκος, η Μαραζιά, τα Τροιζόνια (νησί), Μάκρυσι, η Μηλιά, η Σώταινα, η Πλέσια, η Βίδαβη και η Κίσελη.[7]
     Τέλος αξίζει να κάνουμε μία αναφορά στις υπηρεσίες που ήταν εγκατεστημένες σε διάφορες έδρες δήμων. Στο δήμο Γαλαξιδίου υπάρχουν το 1851 υπολιμεναρχείο, υποτελωνείο, υγειονομείο και ειρηνοδικείο. Ειρηνοδικείο επίσης υπάρχει στους δήμους Δωριέων, Αιγιτίου και Ποτιδανείας. Εντύπωση μας κάνει επίσης η ύπαρξη «οικονομικής εφορίας» στο Λιδωρίκι, πρωτεύουσα της επαρχίας Δωρίδας.[8]
     Η περιπλάνησή μας στη Φωκίδα ως προς την διοικητική της διάρθρωση είναι σαφώς μικρότερη για δύο λόγους. Αφενός σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ίδια η έκταση του νομού που είναι μικρότερη από τον προηγούμενο της Φθιώτιδας που εξετάσαμε, αφετέρου οι πηγές που έχουμε για τον νομό εστιάζουν περισσότερο στην κοινωνική ζωή των κατοίκων και στην ενασχόλησή του με τη γεωργία και την κτηνοτροφία παράγοντες που θα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο υποκεφάλαιο της εργασίας μας.

II. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

     Η πρωτεύουσα του νομού, η Άμφισσα θα φιλοξενήσει έναν από τα δέκα πρώτα σχολεία των οποίων η ίδρυση εξαγγέλθηκε στις 25 Μαρτίου 1835. Προγενέστερα το 1830 είχε ιδρυθεί με διάταγμα του Καποδίστρια η «Δημόσια Αλληλοδιδακτική Σχολή» της επαρχίας Σαλώνων. Το 6ο λοιπόν κατά σειρά σχολείο θα εδρεύει στην πρωτεύουσα της Φωκίδας και της Παρνασσίδας σε κτίριο ιδιώτη που θα μισθώνεται με έξοδα του εκκλησιαστικού ταμείου της τοπικής επισκοπής. Το πρόγραμμα σπουδών του συγκεκριμένου σχολείου θα χωρίζεται σε δύο τάξεις Α’ και Β’ με 20 και 32  διδακτικές ώρες αντίστοιχα. Κάποια μαθήματα που καλούνταν να διδαχθούν οι μαθητές ήταν: «Ελληνική μετά παραλληλισμού της παλαιάς προς την νέαν», «Κατήχησις και Ιερά ιστορία», «Γεωγραφία και γενική ιστορία», «Καλλιγραφία», «Αριθμητική», «Αρχαί της φυσικής ιστορίας», Μουσική», «Ζωγραφική» και τα μαθήματα της γαλλικής και της λατινικής γλώσσας για όσους μαθητές προάγονταν στο γυμνάσιο. Ταυτόχρονα με βασιλικό διάταγμα ιδρύεται βιβλιοθήκη δημόσια που στεγάζεται στις αίθουσες του σχολείου.[9]
     Όσον αφορά όμως τους μεθόδους της εκπαίδευσης, αυτοί χαρακτηρίζονται ως πρωτόγονοι. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η καταγραφή στην ιστορική μνήμη των ανθρώπων της Αμφίσσης ενός συγκεκριμένου δασκάλου που διέφερε από τους υπόλοιπους. Ο Γιάννης Γρυπάρης, ήταν για τους κατοίκους ένας άνθρωπος που έφερε τον εκσυγχρονισμό. Γνωρίζοντας ότι ο δάσκαλος της εποχής φρόντιζε να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά χειροδικώντας, η ύπαρξη ενός δασκάλου που προσπαθούσε με πιο ανθρώπινο τρόπο να προσεγγίσει τους μαθητές του θα προκαλέσει σίγουρα αισθήματα σεβασμού και αναγνώριση. Στην ιστορία αυτή που χρονολογείται την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα είναι εφικτό να εντοπίσουμε και κάποιες άλλες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Η ίδια η φυγή του δασκάλου λόγω της διάλυσης ενός αρραβώνα, μαρτυρά μία κοινωνία στην οποία η αθέτηση μίας συμφωνίας γάμου αποτελεί λόγο κοινωνικής κατακραυγής για τον υπαίτιο.[10]
     Παραμένοντας στην πόλη της Άμφισσας, αξίζει να αναφερθούμε λίγο στον γεωγραφικό της περίγυρο και στην αγροτική της ζωή. Η πόλη έχει σαν κύρια καλλιέργεια τα ελαιόδεντρα, τα οποία απέδιδαν πλούσιο και φημισμένο καρπό και λάδι. Επιπροσθέτως οι καλλιέργειες σιτηρών, κριθαριού, καλαμποκιού και αμπελιών είναι οι υπόλοιπες παραγωγές των κατοίκων της περιοχής. Το κλίμα της πόλης περιλαμβάνει ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι και έναν σχετικά ψυχρό χειμώνα. Η ‘Άμφισσα θα έχει στη διάθεσή της και λιμάνι την Σκάλα Αμφίσσης (σημερινή Ιτέα) που βρισκόταν σε απόσταση δύο ωρών με τα μέσα μεταφοράς της εποχής (οδοιπορικώς ή με τη χρήση ζώων).[11]
     Η εικόνα της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα δεν θα είναι πολύ διαφορετική. Η Άμφισσα ήταν και τα 1890 μία πόλη με τη βλάστηση που προαναφέρθηκε, συμπληρωμένη από μία μικρή δασώδη περιοχή και αυλακωμένη από χείμαρρους. Οι κάτοικοί της φαίνονται σχετικά εύποροι κατά την πλειονότητά τους. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από την καθαρή τους εμφάνιση, εικόνα που δεν ήταν εύκολο να συναντήσει κανείς στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα. Παρόλη την εντύπωση αυτή αν κάποιος ξένος επιχειρούσε εκείνη την εποχή να καταλύσει σε ένα πανδοχείο της πόλης έπρεπε να αντιμετωπίσει την έλλειψη βασικών ειδών. Κρεβάτια διαθέσιμα δεν υπήρχαν και ο επισκέπτης αναγκαζόταν να κοιμηθεί στο δάπεδο του δωματίου, αντιμετωπίζοντας διάφορα έντομα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης ειδών καθαριότητας ήταν πως για να προμηθευτεί κανείς σαπούνι έπρεπε να πάει στον αρμόδιο έμπορο και να του ζητήσει να το παραγγείλει από την Αθήνα. Επίσης, όσον αφορά τις κοινωνικές συναναστροφές των κατοίκων της πόλης αυτές γίνονται στα γνωστά καφενεία, όπου οι κάτοικοι μπορούν να ενημερωθούν για τα τεκταινόμενα διαβάζοντας εφημερίδες.[12]
     Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μία εποχή οπότε οι ασθένειες αποτελούν μάστιγα και επηρεάζουν τις κοινωνικές δομές ειδικότερα μίας κλειστής κοινωνίας όπως αυτή που μελετάμε. Εξαιτίας αυτού του δεδομένου οι διασημότεροι πολίτες στην περιοχή θεωρούνταν οι ιατροί. Ήταν εκείνοι στους οποίους είχε εναποθέσει τις ελπίδες της η τοπική κοινωνία για να εξασφαλιστεί η ίδια η βιωσιμότητά των μελών της. Επιπλέον η υψηλή τιμή των φαρμάκων και η αδυναμία πληρωμής τους από τους κατοίκους, ενίσχυε ακόμα περισσότερο το κύρος του ιατρού όταν παρείχε ο ίδιος κάποια φάρμακα ή όταν θεραπευόταν κάποια δύσκολη περίπτωση. Η φήμη αυτή που απέκτησε το συγκεκριμένο επάγγελμα και οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που υπηρέτησαν τον τομέα αυτό θα αναλάβουν αργότερα να γίνουν εκτός από κεφαλή της κοινωνίας και κεφαλή πολιτικών σχηματισμών. Οι περισσότεροι ιατροί λοιπόν θα γίνουν κομματάρχες και θα επιχειρήσουν να κατευθύνουν την πολιτική έκφραση των τοπικών κοινωνιών.[13]
     Προχωρώντας στον δήμο Γαλαξιδίου βρίσκουμε έναν ναυτικό δήμο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της κύριας πόλης ασχολείται με τη ναυτιλία αφού η περιοχή έχει ένα σημαντικό λιμάνι για την εποχή. Επίσης η πόλη διαθέτει και δημοτικό σχολείο και άλλες σημαντικές υπηρεσίες. Τα ορεινά χωριά του δήμου παράγουν σιτάρι, κριθάρι και κρασί από τα αμπέλια που διαθέτουν με εξαίρεση το χωριό της Βουνιχώρας, στο οποίο οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία.[14]
     Σε ένα χωριό του δήμου Γαλαξιδίου, την Αγία Ευθυμία, οι κάτοικοι φαίνονταν αρκετά ενημερωμένοι για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Στο καφενείο τους στα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν αφίσες από σατιρικές εφημερίδες των Αθηνών που απεικονίζουν γελοιογραφίες των Τρικούπη και Δηλιγιάννη. Παράλληλα η εικόνα του τσάρου της Ρωσίας βρίσκεται επίσης σε διακεκριμένη θέση μέσα στο κατάστημα αυτό. Αντίθετα το χωριό της Κολοπετινίτσας παρουσιαζόταν ως ένα άγονο μέρος γεμάτο πουρνάρια και βραχώδες έδαφος. Στο χωριό αυτό οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία χωρίς όμως να καταφέρουν να ξεφύγουν από την ένδεια που τους διέκρινε σύμφωνα με τον Deschamps.[15]
     Συνεχίζοντας στον δήμο Αντικύρρας που περιλαμβάνει δύο μόνο χωριά παρατηρούμε ότι οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους καλλιεργούν αμπέλια και ελαιόδεντρα από τα οποία παράγουν μόνο λάδι. Ο δήμος Κρίσσης είναι ένας ακόμα δήμος που θα διαθέτει δημοτικό σχολείο. Η σχετικά γόνιμη γη του αποδίδει σιτάρι, όσπρια αλλά και βαμβάκι. Βέβαια όπως σχεδόν όλη η επαρχεία η γη του δήμου Κρίσσης παράγει επίσης λάδι και κρασί λόγω των αμπελιών. Η περιοχή διασχίζεται από δύο μικρούς ποταμούς που βοηθούν τις καλλιέργειες των κατοίκων να αρδεύονται σωστά και να αποδίδουν ποιοτικά και ποσοτικά. Ενδιαφέρον έχει η αναφορά των Δελφών, μίας περιοχής με έντονη ιστορία και αρχαιολογικό ενδιαφέρον ως ένα δευτερεύον χωριό με το όνομα Καστρί που ζει στη σκιά του Χρυσού και αποτελεί μόνο ένα πέρασμα μεταξύ Φωκίδας και Βοιωτίας στα μέσα του 19ου αιώνα.[16]
     Η εξήγηση σε αυτό το ερώτημα που προκύπτει βρίσκεται στην αδυναμία του ελληνικού κράτους εκείνης της εποχής να εκμεταλλευτεί τον αρχαιολογικό θησαυρό του. Βέβαια είναι λογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο αφού βρισκόμαστε σε μία εποχή που το κύριο ζητούμενο είναι η επιβίωση του κράτους και των υπηκόων του και όχι η ανάδειξη του πολιτισμού, κάτι που θα ακολουθήσει αρκετά χρόνια μετά.
     Ο δήμος Παρνασσίων αν και συγκροτείται από δύο χωριά, στην έδρα του, την Τοπόλια θα υπάρχει δημοτικό σχολείο. Η γόνιμη περιοχή, διαθέτοντας δύο ρυάκια θα επιτρέπει την παραγωγή σιταριού, κριθαριού και κρασιού. Επίσης οι πλούσιες ελιές που διαθέτει η περιοχή επιτρέπουν στους κατοίκους να τις εκμεταλλεύονται και για το λάδι τους και για τον καρπό τους. Επιπροσθέτως το έτερο χωριό του νομού, οι Κολοβάτες είχε κατοίκους που ασχολούνταν περισσότερο με την κτηνοτροφία βοηθώντας τον δήμο να αποκτήσει μία σχετική αυτάρκεια ως προς τα αγαθά που χρειαζόταν.[17]
     Συνεχίζοντας στο δήμο Δωριέων που αποτελείται από πάρα πολλά χωριά οι παραγωγές αλλάζουν λίγο σε σχέση με τους υπόλοιπους δήμους ίσως εξαιτίας της αλλαγής του εδάφους αφού ο συγκεκριμένος δήμος χωρίζεται σημαντικά από τους άλλους με έναν ορεινό όγκο που εκτείνεται μεταξύ τριών βουνών, της Οίτης, της Γκιώνας και του Παρνασσού. Η Αγόργιανη που είναι η πρωτεύουσα του νομού παράγει καπνό και καρύδια κάτι που δεν είναι συνηθισμένο για την περιοχή της Φωκίδας και ιδιαίτερα της Παρνασσίδας. Όλα τα χωριά όπως και η έδρα του δήμου παράγουν και τις καλλιέργειες των υπόλοιπων δήμων με εξαίρεση το λάδι καθώς η περιοχή δεν διαθέτει σημαντικά ελαιόδεντρα. Εξαίρεση στον κανόνα που διαμορφώθηκε στον αγροτικό προσανατολισμό του δήμου αποτελούν δύο χωριά. Το πρώτο, το Χλωμό βασίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία, ενώ η Κάνιανη κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ξυλεία του τοπικού δάσους. Τέλος ένα σημαντικό στοιχείο είναι η κατάσταση της Γραβιάς στα μέσα του 19ου αιώνα. Το άλλοτε ιστορικό χάνι δεν αποτελούσε τότε οργανωμένο χωριό παρά μόνο έναν μικρό οικισμό στον οποίο σιγά σιγά μετοίκησαν κάτοικοι του χωριού Καστέλι.[18]
     Ο τελευταίος σταθμός μας στην Παρνασσίδα είναι ο δήμος Κυτινίων. Πρωτεύουσα του χωριού είναι το χωριό Μαυρολιθάρι. Πρόκειται για τον βορειότερο δήμο του νομού, στον οποίο όπως και στον Παρνασσίων, το έδαφος έχει σημαντική διαφορά ως προς τη γονιμότητά και τη βλάστηση του σε σχέση με την υπόλοιπη επαρχία. Η πρωτεύουσα του δήμου αναπτύσσει κατά κύριο λόγο την κτηνοτροφία και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Τα προϊόντα που εμπορεύονταν ήταν το τυρί, το μαλλί και το κρέας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις κτηνοτρόφων σημασία δινόταν περισσότερο στο κρέας του ζώου. Επίσης ο δήμος ολόκληρος θα παράγει μία μικρή ποσότητα φρούτων, που είναι επίσης κάτι το διαφορετικό για την αγροτική παραγωγή της επαρχίας. Η περιοχή είναι κατάφυτη με έλατα, όμως οι κάτοικοι δεν εκμεταλλεύονταν την ξυλεία που είχαν στη διάθεσή τους.[19]
     Το τοπίο όμως της περιοχής χαρακτηριζόταν από φυσικό κάλλος. Οι απότομοι βράχοι, το νερό του ποταμού Μόρνου που κυλάει στη περιοχή σε συνδυασμό με τα έλατα που αναφέραμε αμέσως πριν αποτελούν τους παράγοντες που ομορφαίνουν την περιοχή. Η χρήση της ξυλείας με αρκετά εξεζητημένο θα γίνει στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοι θα χτίσουν ξύλινα υδραγωγεία για να μαζεύουν το πολύ νερό της περιοχής και να το χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες που προέκυπταν. Στα τέλη επίσης του αιώνα εντοπίζεται η ύπαρξη δασκάλου, όχι όμως σχολείου. Το εντυπωσιακό είναι η ύπαρξη ειδών που θεωρούνταν πολυτελείας για εκείνη την εποχή, όπως μελανοδοχείο στον τοπικό μπακάλη.[20]
     Η Δωρίδα έχει πιο πολύ κτηνοτροφικό παρά γεωργικό προσανατολισμό. Συγκεκριμένα η πρωτεύουσα της επαρχίας, το Λιδωρίκι ήταν φημισμένο για τα πολλά γιδοπρόβατα που εξέτρεφαν οι κάτοικοί του στη δεκαετία του 1850. Οι κάτοικοι του δήμου Αιγιτίου, του οποίου η έδρα βρίσκεται στην ίδια την πρωτεύουσα της επαρχίας ασχολούνται με την κτηνοτροφία και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα πρόβατα για όλα τα αγαθά που μπορούν να τους αποδώσουν, όπως κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα και μαλλί. Τα υπόλοιπα χωριά  του δήμου παράγουν ανάλογα προϊόντα εκτός από μερικές εξαιρέσεις οπότε καλλιεργούν δημητριακά και όσπρια. Ειδική περίπτωση όμως αποτελεί το χωριό Γρανίτσα. Το χωριό αυτό, με αρκετά εύπορους οικονομικά κατοίκους παράγει μετάξι κάτι το οποίο θεωρούνταν πολύ δύσκολο για να το καταφέρει κάποια ομάδα ανθρώπων εκείνης της εποχής, ειδικά σε έναν τέτοιο τόπο.[21]
     Το Λιδωρίκι στο τέλος του 19ου αιώνα θα παρουσιάζεται σαν μία πόλη πολυπληθής, μορφωμένη σχετικά και δραστήρια. Στην όλη θα λειτουργεί εκτός από ταχυδρομείο και σχολαρχείο, που θεωρούνταν ως βαθμίδα ανώτερης εκπαίδευσης από εκείνη στην οποία άνηκε το απλό δημοτικό σχολείο. Ο σχολάρχης της εποχής είναι ιδιαίτερα μορφωμένος και ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Δεν διστάζει μάλιστα να κατακρίνει την πολιτική που ακολουθούσε εκείνη την εποχή ο Χαρίλαος Τρικούπης, δείχνοντας όμως τον σεβασμό του για τον Έλληνα πρωθυπουργό.[22]
     Αντίθετα το χωριό το οποίο θεωρείται οπισθοδρομικό εκείνη την εποχή και απομονωμένο σε σχέση με τα υπόλοιπα είναι σύμφωνα με τον Deschamps, το Μαλαντρίνο. Σύμφωνα με τη διήγηση του γάλλου περιηγητή η πόλη δεν επικοινωνεί καλά με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού το ταχυδρομείο που λειτουργεί στο Λιδωρίκι πολλές φορές δεν έχει αλληλογραφία προς ανταλλαγή και παράδοση με το συγκεκριμένο χωριό. Ο πιο μορφωμένος του χωριού ήταν ο ιερέας του χωριού, ο οποίος εκτελούσε και χρέη δασκάλου μαθαίνοντας λίγα γράμματα σε όσους κατοίκους ενδιαφέρονταν.[23]
     Μετά το δήμο Αιγιτίου, γεωγραφικά στα δυτικά του τοποθετείται ο δήμος Κροκυλείου. Ο συγκεκριμένος δήμος είχε δύο έδρες το χωριό Αρτοτίνα, ιδιαίτερη πατρίδα του Αθανασίου Διάκου κατά το θέρος και το χωριό Πενταγιοί κατά τον χειμώνα. Η θερινή πρωτεύουσα είναι αρκετά πολυπληθής καθώς είναι το μοναδικό χωριό από τα υπόλοιπα που ο πληθυσμός του ξεπερνά του χίλιους κατοίκους. Αντίθετα το αμέσως μικρότερο που είναι η χειμερινή πρωτεύουσα αριθμεί 701 στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοι και εδώ ασχολούνται περισσότερο με την κτηνοτροφία καθώς οι τόποι τους αν και πλούσιοι σε ύδατα δεν μπορούν να αποδώσουν καλή συγκομιδή λόγω του άγονου ορεινού εδάφους και εξαιτίας της κάλυψης μεγάλων εκτάσεων από έλατα. Παράλληλα, οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα αποθαρρύνουν τους γηγενείς από το να φυτέψουν ελαιόδεντρα. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα όμως που παράγονται στις περιοχές είναι δημητριακά και όσπρια. Ορισμένα κηπευτικά εντοπίζουμε στα χωριά Κερασιά και Σουρούστι αλλά οφείλονται σε μικρές οικιακού μεγέθους παραγωγές, που οι κάτοικοι τις ονόμαζαν τότε περιβόλια. Τέλος το μοναδικό χωριό που εκμεταλλευόταν το δάσος που υπήρχε στην περιοχή ήταν ο Νούτσουμπρος, ενώ από αυτόν τον δήμο και συγκεκριμένα από το μικρό χωριό Αβορίτι καταγόταν ένας ακόμα αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης.[24]
     Αποκλειστικά σχεδόν στην ξυλεία της περιοχής θα βασιστεί όμως ένας άλλος δήμος. Ο δήμος Ποτιδανείας διαθέτει δημοτικό σχολείο όπως και άλλες πρωτεύουσες δήμων τις περιοχής. Είναι κατάφυτος από δρυ θα βασίσει την τοπική οικονομία στην ξυλεία που του απέφεραν τα πολλά τέτοια δέντρα που βρίσκονται στην περιοχή του. Οι υπόλοιπες καλλιέργειες που εντοπίζονταν τότε στην περιοχή ήταν καλαμπόκι, σιτάρι και όσπρια. Η κτηνοτροφία εδώ περνά σε δεύτερη μοίρα από ότι στην υπόλοιπη επαρχία. Ο συγκεκριμένος δήμος εκτείνεται όμως μέχρι τις εκβολές του Μόρνου στην παραλία κοντά στα σύνορα του νομού με την Αιτωλοακαρνανία. Η περιοχή αυτή θα είναι πολύ προβληματική για τους κατοίκους καθώς το έδαφός της είναι ελώδες. Η ελονοσία θα χτυπά το καλοκαίρι τον τοπικό πληθυσμό ενώ δεν αναφέρεται καμία γεωργική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα ο τόπος περιγράφεται σαν ένα μεγάλο έλος γεμάτο καλαμιές. Θα χρειαστεί να περάσει πάνω από ένας αιώνα για να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη του Μόρνου η οποία θα βοηθήσει στην αποξήρανση των παραποτάμων του ποταμού και κατά συνέπεια στην μείωση των κρουσμάτων διαφόρων ασθενειών, που έπλητταν την περιοχή.[25]
     Η υπόλοιπη όμως παράλια χώρα της Δωρίδας θα βρίσκεται υπό την δημοτική αρχή της Τολοφώνας. Η πρωτεύουσα Βιτρινίτσα διέθετε δημοτικό σχολείο καθώς και τελωνειακό σταθμό. Είναι το μοναδικό χωριό στη Δωρίδα που παρήγαγε βαμβάκι στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εκτροφή αιγοπροβάτων σε αυτό το δήμο είναι ανάλογη με την απόσταση κάθε χωριού από την θάλασσα. Κατά τα άλλα οι κάτοικοι που έχουν ασχοληθεί με τη γεωργία παράγουν κατά κύριο λόγο δημητριακά, καλαμπόκι, κρασί από αμπέλια που διαθέτουν καθώς και λάδι, που προέρχεται από τους ελαιώνες κοντά στην πρωτεύουσα του δήμου. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι σε αυτόν τον δήμο υπάγεται και το μοναδικό κατοικούμενο νησί του νομού, τα Τροιζόνια.[26]
     Περνώντας στον 20ο αιώνα είναι ενδιαφέρον να δούμε κάποια γεγονότα που χαρακτηρίζουν στη κοινωνία της Δωρίδας. Την περίοδο του εθνικού διχασμού όταν μαθεύτηκε στην περιοχή ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α’ κηρύχθηκε έκπτωτος συγκεντρώθηκαν διακόσιοι φουστανελοφόροι στην τοποθεσία «Ανάθεμα» που πήρε το όνομά της από αυτό το γεγονός και διαμαρτύρονταν εναντίον του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και των βρακοφόρων αξιωματικών του (έτσι ονομάζονταν από τους τοπικούς αντιβενιζελικούς κατοίκους η αστυνομία της εποχής επειδή υπηρετούσε τον Κρητικό πολιτικό).[27]
     Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι παράγοντες επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων της περιφέρειας εκείνης της εποχής. Οι εκλογές μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν μία περίοδος οικονομικής συναλλαγής μεταξύ αδιάφορων πολιτικά κατοίκων και έξυπνων πλούσιων κομματαρχών. Οι άνθρωποι της εποχής γνωρίζοντας λίγο της πολιτική κατάσταση της εποχής έθεταν την ψήφο τους σε μία μορφή δημοπρασίας. Ειδικά οι άνθρωποι των χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων που δεν επηρεάζονταν από την φορολογία προσπαθούσαν με αντάλλαγμα την ψήφο τους να χαρούν όσα περισσότερα υλικά αγαθά μπορούσαν. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης προέκυψε και η λαϊκή ρήση «έχει να φάει από τις εκλογές». Ενδιαφέρον όμως έχει και η συμπεριφορά των νικητών των εκλογών έναντι των ηττημένων. Την περίοδο του εθνικού διχασμού οπότε ο φανατισμός ήταν ιδιαίτερα μεγάλος υπάρχουν μαρτυρίες για ακραίες συμπεριφορές κομματαρχών όπως να κρεμάσουν με τη βία κουδούνια στους αντιπάλους τους διαπομπεύοντάς τους.[28]
     Αξίζει να αναφερθεί επίσης ο διαχωρισμός που προέκυψε στην περιοχή της Φωκίδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα φτωχά εδάφη που είχαν στη διάθεσή τους οι κάτοικοι του νομού δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη καλλιεργειών και την αξιοποίησή τους. Αντιθέτως οι κερδισμένοι του νομού ήταν όσοι ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Τον 19ο αιώνα γεωργοί και κτηνοτρόφοι προσπαθούσαν πέρα από το να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες σε τρόφιμα να ασχοληθούν με το εμπόριο. Μέχρι και τις αρχές του 20ου οι οικονομικές διαφορές των δύο ομάδων ήταν μικρές. Στον Μεσοπόλεμο όμως τα κτηνοτροφικά προϊόντα της Φωκίδας απέκτησαν ζήτηση, ενώ τα γεωργικά έμειναν στη σκιά άλλων προϊόντων καλύτερης ποιότητας από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι κτηνοτρόφοι μπόρεσαν έτσι να γίνουν πουλήσουν το γάλα και το κρέας των αιγοπροβάτων τους ακόμη και στην Αθήνα, εξασφαλίζοντας πολύ περισσότερα από όσα εξασφάλιζαν οι γεωργοί. Έτσι η άποψη που θα επικρατήσει μέχρι και την μεταπολεμική περίοδο θα είναι ότι: ευκατάστατος οικονομικά είναι εκείνος που διαθέτει τα περισσότερα αμνοερίφια.[29]
     Βλέποντας την λειτουργία της κοινωνίας της περιοχής κατά την περίοδο εκείνη μπορούμε να σχηματίσουμε μία σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα του νομού στα μέσα του 19ου αιώνα. Η μόνη πτυχή που απομένει να εξετάσουμε και εξελίχθηκε, αν και σε μικρότερο βαθμό από την περιοχή της Φθιώτιδας, και στη Φωκίδα είναι η επίδραση της ληστείας στον χώρο και την κοινωνία.

III. Η ΛΗΣΤΕΙΑ

     Οι ληστείες την εποχή του 1855 στην Στερεά Ελλάδα ήταν ένα σύνηθες και καθημερινό φαινόμενο. Στην περιοχή της Φωκίδας και ιδιαίτερα στα ορεινά της επαρχίας Παρνασσίδας οι ληστές επιτίθονταν σε κτηνοτρόφους στοχεύοντας στην εκμετάλλευση του κρέατος των αιγοπροβάτων τους, για να μπορέσουν οι ίδιοι να επιβιώσουν. Σε καμία περίπτωση οι ληστές δεν έκλεψαν αρνιά και πρόβατα για να γίνουν βοσκοί. Αν χρειάζονταν κάποια προϊόντα, τα οποία χρειάζονταν διαδικασία για να παραχθούν φρόντιζαν μετά από έρευνα να επιτεθούν σε βοσκό που είχε στη κατοχή του τυρί και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα. Για να ικανοποιήσουν τον σκοπό αυτό οι ληστές σύμφωνα με μαρτυρίες έφταναν έως και τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου, αφού επιτέθηκαν σε έναν από τους λιγοστούς βοσκούς του Γαλαξιδίου τη δεκαετία του 1850.[30]
     Για την τοπική κοινωνία όμως που δεν είχε πληγεί η ίδια από ληστές παρά μόνο άκουγε για τις επιθέσεις τους, οι ληστεία φάνταζε ως μία ηρωική ασχολία. Υπήρχαν ακόμα κλέφτες που αναπολώντας την ηρωική ζωή της Τουρκοκρατίας συνέχιζαν πλέον ως ζωοκλέφτες. Ενδιαφέρον έχει ένα περιστατικό στο οποίο ο τοπικός βουλευτής συνειδητοποιεί πως οι ψηφοφόροι του γνωρίζουν περισσότερο τον τοπικό κατσικοκλέφτη παρά τον αντιπρόσωπό τους στη Βουλή των Ελλήνων. Ο ληστής έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού από την κοινωνία, ενώ η προσωπικότητα του πολιτικού αγνοούνταν.[31]
     Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το παραπάνω συμβάν έχει μία δόση λογικής. Σε μία περίοδο που η πλειονότητα των κατοίκων ήταν αναλφάβητη και η πολιτική τους ενδιέφερε πολύ λίγο αν όχι καθόλου, είναι λογικό να ενδιαφέρονται για αυτό που συνταράσσει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων της περιοχής. Άρα δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει το παραπάνω γεγονός αλλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις πραγματικές προτεραιότητες των ανθρώπων της επαρχίας στο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα.
     Παρόλο όμως τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας οι ληστές αποτελούσαν ένα σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα της εποχής. Για αυτό οι τοπικοί πολιτικοί τέσσερις στον αριθμό, μεταξύ τους ο Λιδωρίκης, καταγόμενος από την ομώνυμη πόλη της Δωρίδας, θα κάνουν ορισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση της ληστείας. Αρχικά θα προτείνουν να γίνει καταγραφή όλων των κατοίκων στα δημοτολόγια και να κατέχουν υποχρεωτικά διαβατήρια όσοι ταξιδεύουν εκτός του ορίου των δήμων που διαμένουν. Ένα άλλο μέτρο θα είναι το να καταστήσουν τους δήμους υπεύθυνους για την αποζημίωση των θυμάτων. Παράλληλα ένα ακόμα προτεινόμενο μέτρο ήταν η καταγραφή από τους χωροφύλακες ανθρώπων με ύποπτη συμπεριφορά. Επιπλέον, προτάθηκε κατάσχεση της περιουσίας των ληστών όσων τουλάχιστον από αυτούς διέθεταν και η εκδίκαση των υποθέσεων ληστείας από τα στρατοδικεία με συνοπτικές διαδικασίες και βαριές ποινές. Τέλος δύο μέτρα που αφορούσαν την μετακίνηση πληθυσμών ήταν ο υποχρεωτικός συνοικισμός των νομάδων κτηνοτρόφων σε συνδυασμό με τη διάλυση των τσελιγκάτων της Στερεάς Ελλάδας και η μετακίνηση μικρών ορεινών οικισμών σε πεδινές εύκολα προσβάσιμες από τους χωροφύλακες περιοχές.[32]
     Ιδιαίτερη εντύπωση όμως μας κάνει η άνιση κατανομή των αποσπασμάτων στρατού και χωροφυλακής για την αντιμετώπιση των ληστών ανάμεσα στην επαρχία της Δωρίδας και την επαρχία της Παρνασσίδας. Παρότι η Δωρίδα περισσότερο ορεινή, εύκολη ως προς την πρόσβαση των κλεφτών διέθετε απόσπασμα μόλις 30 ατόμων ενώ η Παρνασσίδα είχε υπερτετραπλάσιο  αριθμό στρατιωτών και χωροφυλάκων (125).[33] Τη άποψη για περιορισμένη δράση  των ληστών στη Δωρίδα πέρα από την ύπαρξη αποσπάσματος μικρής δύναμης ενισχύει και η μικρή αναφορά των πηγών για την ληστρική δράση στην επαρχία.
     Κλείνοντας αξίζει να αναφερθούμε σε μία απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Στέμμα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους κάποιοι κάτοικοι γίνονται ληστές. Το υπουργείο υποστηρίζει πως ληστές κατά κύριο γίνονταν όποιοι ήθελαν να αποκτήσουν εύκολα υλικά αγαθά. Κάποιοι άλλοι λόγοι ήταν τα κινήματα του 1854 και η ένδεια των κατοίκων της υπαίθρου, η φυγοδικία για άλλου τύπου παρανομίες, η νεανική απερισκεψία, η στρατολογία αό τους ίδιους τους ληστές, η παρακίνηση από άλλους χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ο φόβος της απειλής από τους ληστές, η συγγένεια με τους εγκληματίες, η μέθη (μάλλον ως παράγοντας ευκολότερης στρατολόγησης), η εκδίκηση ατομικών παθών, η λιποταξία, η εκδίκηση ληστών διαφορετικών συμμοριών και οι ενδοοικογενειακές διαιρέσεις και διαξιφισμοί.[34]
     Οι ληστές αντιμετωπίστηκαν συστηματικά και αφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας ου 1850. Το 1858 ο Υπουργός Εσωτερικών είχε δηλώσει πως οι εξοντώσεις ληστών την τετραετία 1854-1858 είχαν ανέλθει στον αριθμό των τετρακοσίων ενενήντα τριών. Έτσι στο τέλος του 1858 οι ληστές είχαν περιοριστεί σε περίπου 50 συνολικά. Μία έξαρση παρουσιάζεται στη δεκαετία του 1870 οπότε οι ληστές τετραπλασιάζονται και φτάνουν τον αριθμό των διακοσίων. Όμως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, το πρόβλημα αυτό θα μεταφερθεί βορειότερα στα νέα σύνορα του ελληνικού κράτους και η περιοχή που εξετάζουμε θα απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από το πρόβλημα που την ταλάνιζε μέχρι τότε.[35]


ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

     Περιπλανώμενοι σε μία περιοχή που λίγοι θέλησαν να εξετάσουν και μελετώντας μία εποχή που ακόμα και για τους τοπικούς ιστορικούς είναι είτε μυθοποιημένη είναι ανάξια αναφοράς είδαμε μία διαφορετική εικόνα της ελληνικής περιφέρειας και ιδιαίτερα των περιοχών της Φθιώτιδας και της Φωκίδας από αυτήν που συναντάμε σήμερα ή από αυτήν που μας έχει διατηρηθεί στην ιστορική μας μνήμη. Είναι αναγκαίο μερικές φορές να κάνουμε αναδρομές στο χρόνο για να καταλάβουμε την εξέλιξη των πραγμάτων και τους παράγοντες που επέδρασαν στην διαμόρφωση της κατάστασης όπως ήταν.
     Η Φθιώτιδα από την μία πλευρά είδαμε πως διαιρέθηκε διοικητικά, με ποιον τρόπο μεταβλήθηκε πληθυσμιακά και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην ανάπτυξη της περιοχής της. Ο αγροτικός προσανατολισμός της οικονομίας της και η εξέλιξή της μέσα στο χρόνο δημιούργησαν μία συγκεκριμένη εικόνα του νομού στην ιστορική μας μνήμη.
     Από την άλλη πλευρά η Φωκίδα όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο ήταν ένας τόπος που εξαιτίας του σχετικά άγονου εδάφους της κινήθηκε προς την κτηνοτροφία. Ο νομός έχει περιοχές γνωστές στο ευρύ κοινό σήμερα λόγω της σημασίας των περιοχών αυτών κατά το παρελθόν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πόλη του Γαλαξιδίου, η οποία αποτέλεσε σημαντικό λιμάνι τον 19ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ου. Παράλληλα υπήρξαν και περιοχές άγνωστες με λιγοστούς κατοίκους που δεν απέκτησαν υστεροφημία.
     Η ληστεία, το έδαφος και οι ασθένειες είναι μερικοί παράγοντες που έδωσαν στην περιοχή που εξετάσαμε τον χαρακτήρα της. Σε αυτούς οφείλονται οι διάφορες μετακινήσεις πληθυσμών, η πρόοδος μερικών ομάδων ανθρώπων σε αντίθεση με άλλους και η ίδια η υστεροφημία ορισμένων περιοχών όπως προαναφέραμε. Η εντύπωση λοιπόν που έχουμε για τις περιοχές αυτές βρίσκεται στην αναζήτηση του ιστορικού κοινωνικού παρελθόντος μακριά από την μυθοποίηση και περιφρόνηση των γεγονότων που εξελίχθηκαν στους νομούς της Φθιώτιδας και της Φωκίδας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Deschamps Gaston, Η Ελλάδα σήμερα: Οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα: Τροχαλία, 1992.

Εταιρεία Φωκικών Μελετών, Σελίδες από τη Φωκίδα, τεύχος 20, Άμφισσα, 1981.

Καψάλης Γεώργιος, Στη Φωκίδα του 1851: άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974.

Κολιόπουλος Γιάννης, Ληστές: η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα: Ερμής, 1979.

Παπαχρίστος Κώστας, Πεταλάς Δημήτρης, «Ελλάδα»-Σπερχειός ποταμός, συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της Φθιώτιδας, Αθήνα: Αλέα 1997.

Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου Μαρία, Λαογραφικά της Φθιώτιδας, Λαμία: έκδοσεις Λαογραφικού Μουσείου Φθιώτιδας, 1997.

Τσιμέκας Βασίλειος, Τα Δωρικά, Αθήνα, 2002.

Τσιώνης Παναγιώτης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παν. Τσιώνη, 1983.




[1] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 10.
[2] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθμ. 22, Αθήνα, 18-12-1840, 116-117.
[3] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 25-26.
[4] ο.π., 39-40.
[5] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 41.
[6] ο.π., 42.
[7] ο.π., 43.
[8] ο.π., 45.
[9] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 11.
[10] Δημήτριος Παλούκης, Γ. Γρυπάρης: Πέρασμα σύντομο και επεισοδιακό, στο Σελίδες από τη Φωκίδα, τεύχος 20, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1981, Άμφισσα, Εταιρεία Φωκικών Μελετών, 1981, 12-17.
[11]Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 18-19.
[12] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 270-271.
[13] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα Δωρικά, Αθήνα, 2002, 90-91.
[14] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 27-28.
[15] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 272-274.
[16] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 28-31.
[17] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 31-33.
[18] ο.π., 34-36.
[19] ο.π., 37-39.
[20] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 284-286.
[21] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 44-48.
[22] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 282-283.
[23] ο.π., 278-279.
[24] Γεώργιος Καψάλης, Στη Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 48-53.
[25] ο.π., 53-58.
[26] ο.π., 59-64.
[27] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα δωρικά, Αθήνα, 2002, 92.
[28] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα δωρικά, Αθήνα, 2002, 93.
[29] ο.π. 94.
[30] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979, 99-100.
[31] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα δωρικά, Αθήνα, 2002, 88-89.
[32] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979, 14-15.
[33] ο.π., 115.
[34] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979, 156.
[35] ο.π., 147-149.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Φθιώτιδα-Φωκίδα: Ιστορική αναδρομή στην περιοχή (19ος-20ος αιώνας) - ΦΘΙΩΤΙΔΑ-

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     Η συγκεκριμένη εργασία θα προσπαθήσει να αποτυπώσει τον κοινωνία της Φθιώτιδας και της Φωκίδας καθώς και τον χώρο μέσα στο οποίο έδρασε αυτή. Το θέμα αυτό δεν έχει εξεταστεί και μελετηθεί εκτενώς από τους ιστορικούς καθώς η ιστοριογραφία που συναρπάζει το αναγνωστικό κοινό στέκεται σε θέματα πολιτικής ιστορίας, σε παρακολουθήσεις σημαντικών ηγετών και σε γεγονότα που μπορούν μέσω της δράσης που αναπτύχθηκαν τότε να τραβήξουν την προσοχή στο αναγνωστικό κοινό. Παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον μία προσπάθεια περιπλάνησης στους τόπους της Φωκίδας και της Φθιώτιδας και η εξέταση των συνθηκών ζωής και της επίδρασης του γεωγραφικού χώρου στην ζωή των κατοίκων εκείνης της εποχής.
     Η παρούσα μελέτη έχει στόχο να αναδείξει τους ανθρώπους αυτών των περιοχών. Την ασχολία τους με την γεωργία και την κτηνοτροφία ως τρόπο να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, την καθημερινή τους ζωή, τα προβλήματα που αντιμετώπισαν όσον αφορά την εγκατάστασή τους στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, την αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σημαντικό πρόβλημα της εποχής είναι και η δράση των ληστών ιδιαιτέρως στην Φθιώτιδα. Σε μία εποχή που η περιοχή αυτή αποτελεί το σύνορο μεταξύ ελληνικού κράτους και οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι ληστές έβρισκαν τις ιδανικές συνθήκες για να λυμαίνονται τις περιουσίες των πολιτών καταφεύγοντας στην οθωμανική επικράτεια και χρήζοντας ευνοϊκής μεταχείρισης από τους τοπικούς αξιωματούχους της Αυτοκρατορίας, αφού δεν διώκοντας για τα εγκλήματα που διέπραξαν εκτός των ορίων του Οθωμανικού κράτους.
     Σε ένα θέμα που δεν έχει εξεταστεί σε μεγάλο βαθμό και που οι προσπάθειες των τοπικών ιστορικών τείνουν να προσεγγίσουν την μυθολογία παρά την ιστορία οι αξιόπιστες πηγές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μία όσο γίνεται αντικειμενικότερη απεικόνιση της ιστορίας. Η περιήγηση του Γάλλου αρχαιολόγου Gaston Deschamps που εργαζόταν στα τέλη του 19ου αιώνα στην χώρα μας είναι ικανή να μας δώσει μία εικόνα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της Φωκίδας και της Φθιώτιδας. Ο Deschamps περιπλανώμενος θα καταγράψει τις εμπειρίες του οι οποίες διαχωρισμένες από τις ποιητικές περιγραφές του σε ορισμένα σημεία μπορούν να αποτυπώσουν πιστά την κοινωνία της περιοχής το 1890. Το έργο αυτό του Deschamps έχει τον τίτλο: «Η Ελλάδα σήμερα, οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη». Επιπλέον το βιβλίο του Γιώργου Καψάλη ενός Αθηναίου καταγόμενου από την Φωκίδα με τίτλο «Στη Φωκίδα του 1851: άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια» απογυμνωμένο από μυθολογικού χαρακτήρα περιγραφές της ιδιαίτερης πατρίδας του μας δίνει μία σχετικά αξιόπιστη ιδέα κυρίως για την αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία των κατοίκων της περιοχής καθώς και για την κατάτμηση του πληθυσμού στα διάφορα χωριά μέσα στον ίδιο τον νομό.
     Με τη Φθιώτιδα έχει ασχοληθεί εκτενώς ο Παναγιώτης Τσιώνης ο οποίος αναφέρεται και σε σύγχρονα θέματα των μεταπολεμικών δεκαετιών. Δικό μας έργο είναι να λάβουμε τα στοιχεία που αφορούν την περίοδο του 19ου αιώνα τα οποία αναφέρονται περισσότερο στη διοικητική διάρθρωση του νομού και στην κατανομή των υπηρεσιών του νομού ανάλογα με τους δήμους. Επιπλέον στην περιοχή της Φθιώτιδας η ληστεία είναι ένα μείζον θέμα, όπως είπαμε παραπάνω. Ο καθηγητής Ιωάννης Κολιόπουλος στο βιβλίο του «Ληστές: η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα» έχει ασχοληθεί εκτενώς με αυτό το ζήτημα και μας εξηγεί τους λόγους δράσης των ληστών στη Φθιώτιδα καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το συγκεκριμένο πρόβλημα από την κρατική διοίκηση.
     Παράλληλα η μελέτη των Παπαχρήστου-Πεταλά με τίτλο «Σπερχειός παρότι αναφέρεται κυρίως στην ονοματολογία του Σπερχειού και της ευρύτερης περιοχής μας δίδει μία εικόνα της ευρύτερης περιοχής της Σπερχειάδας όσον αφορά την ιστορική της γεωγραφία.. Η έρευνά μας συμπληρώνεται από κάποιες κατά κύριο λόγο λαογραφικές μελέτες που κρίνονται σημαντικές σε μία προσπάθεια μας να απεικονίσουμε την καθημερινή ζωή των χωρικών της Φθιώτιδας και της Φωκίδας.
     Η έρευνά μας θα χωριστεί σε δύο μεγάλα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με την περιοχή της Φθιώτιδας, ενώ στο δεύτερο η περιοχή της Φωκίδας. Επιπροσθέτως το κάθε κεφάλαιο θα χωριστεί σε τρία υποκεφάλαια τα οποία θα έχουν σχέση με την διοικητική διάρθρωση, την κοινωνία και την επίδρασή της στον γεωγραφικό χώρο καθώς και την επίδραση του προβλήματος της ληστείας στις περιοχές αυτές.
     Η μελέτη αυτή που διεξάγουμε έχει στόχο όπως είπαμε και παραπάνω να μας επαναφέρει στην ιστορική μνήμη την εικόνα των περιοχών που εξετάζουμε τον 19ο αιώνα. Το ερώτημα λοιπόν στο οποίο θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε αφού πρώτα περιπλανηθούμε στο χώρο και στο χρόνο της Φθιώτιδας και της Φωκίδας είναι πως επιδρά ο χώρος στην εξέλιξη της τότε κοινωνίας και κατά πόσο επηρέασε την καθημερινή ζωή των τότε ανθρώπων.


A’ Η ΦΘΙΩΤΙΔΑ

I. Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

     Η περιοχή της Φθιώτιδας ως μία περιοχή ακριτική για την εποχή θα βρεθεί ενδιάμεσα στην ελληνική και την οθωμανική διεκδίκηση. Οι Οθωμανοί θα επιχειρήσουν για καθαρά οικονομικούς λόγους να διατηρήσουν μία περιοχή δυτικά του Σπερχειού ποταμού. Η Φθιώτιδα αποτελούνταν από τρεις επαρχίες: την επαρχία Λοκρίδας, την επαρχία Φθιώτιδας και την επαρχία Δομοκού. Η τελευταία επαρχία δεν θα αποτελέσει κομμάτι της ελληνικής επικράτειας παρά μόνο μετά το 1881 οπότε απελευθερώνεται μαζί με την περιοχή της Θεσσαλίας. Έτσι ο νομός τα σαράντα οχτώ πρώτα χρόνια θα αποτελείται από δύο επαρχίες. Το 1830 όταν υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου οι Οθωμανοί συνέχιζαν τα έχουν υπό την κυριαρχία τους το μεγαλύτερο μέρος της Φθιώτιδας. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι τα ελληνικά σύνορα είχα χαραχτεί εσφαλμένα αφού οι εμπλεκόμενοι είχαν λάβει υπόψη τους στοιχεία εσφαλμένου χάρτη. Η τάξη αποκαταστάθηκε με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως το 1831 και η ελληνική επικράτεια  περιελάμβανε πλέον στις τάξεις της και τη περιοχή δυτικά του Σπερχειού ποταμού για την οποία η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταβάλλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το ποσό των δέκα εκατομμυρίων γροσίων.[1]
     Αρχικά ο νομός Φθιώτιδας θα ενταχθεί στον νομό «Φωκιδολοκρίδος» με την διοικητική διαίρεση του 1833. Πρωτεύουσα του νομού θα είναι η πόλη της Άμφισσας στη Φωκίδα ενώ η πόλη της Λαμία θα στεγάζει τη μία από τις δύο διοικήσεις του νομού. Για περίπου δέκα χρόνια θα λειτουργήσει και η υποδιοίκηση της Λοκρίδας με έδρα την πόλη της Αταλάντης η οποία όμως καταργήθηκε το 1843. Η Φθιώτιδα αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο πλέον έναντι της Φωκίδας από το 1845 οπότε ο νομός μετονομάζεται σε νομό «Φθιώτιδας και Φωκίδας» και οι διοικητικές υπηρεσίες και η έδρα του νομάρχη μεταφέρονται από την Άμφισσα στη Λαμία. Το 1899 ο νομός διαχωρίζεται σε δύο νομούς με τον «νομό Φθιώτιδας» να καταγράφεται για πρώτη φορά χωρίς την περιοχή της Φωκίδας έχοντας συμπεριλάβει όμως στις τάξεις του την περιοχή του Δομοκού που την περίοδο 1881-1899 παρέμενε στη διοίκηση της νομαρχίας Λαρίσης. Όμως, ο διαχωρισμός των περιοχών αυτών δεν θα κρατήσει παρά μόνο για δέκα χρόνια καθώς το 1909 θα επανασυσταθεί όπως ήταν πριν το 1899. Την διετία 1909-1911 ο Δομοκός θα επιστρέψει τη διοίκηση Λαρίσης έως ότου αποτελέσει μόνιμη επαρχία πλέον της Φθιώτιδας το 1911. Το 1943 θα σταματήσει οριστικά η κοινή νομαρχιακή πορεία των περιοχών που εξετάζουμε και θα χωριστούν σχηματίζοντας τους νομούς όπως τους γνωρίζουμε σήμερα.[2]
     Όσον αφορά το εσωτερικό του νομού οι κυριότερες μεταβολές αφορούν δήμους που μεταφέρονται από έναν άλλο νομό πιθανότατα της Βοιωτίας ή της Λαρίσης όπως είδαμε στην περίπτωση της επαρχίας Δομοκού. Ο νομός θα οριστικοποιήσει τα όριά του το 1950 οπότε η περιοχή του Δομοκού θα προσαρτήσει ορισμένες κοινότητες  που μέχρι τότε άνηκαν στον νομό Καρδίτσας. Οι επαρχίες του νομού Φθιώτιδας λοιπόν θα είναι η ομώνυμη με τον νομό επαρχία που θα έχει πρωτεύουσα τη Λαμία, η επαρχία Δομοκού με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη και η επαρχία της Λοκρίδας με πρωτεύουσα την πόλη της Αταλάντης.[3]
     Μία πόλη ή ένα χωριό ξεχωρίζει από το άλλο για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Στην ιστορία η διαφορά αυτή μπορεί να εντοπιστεί μέσα από την διάρθρωση των διοικητικών υπηρεσιών. Τέτοιες κατά κύριο λόγο είναι οι διάφορες διοικήσεις και οι δικαστικές αρχές που εγκαθίστανται στην περιοχή. Το πρωτοδικείο της Λαμίας θα δημιουργηθεί για πρώτη φορά το 1847 όταν πλέον έδρα του νομού θα είναι η πόλη. Όμως εκτός από το πρωτοδικείο της πρωτεύουσας θα υπάρξουν και ειρηνοδικεία, που βρίσκονται όχι μόνο στην Λαμία αλλά και σε άλλες μικρότερες. Το 1836 ειρηνοδικεία διαθέτουν η Αταλάντη και η Υπάτη. Το 1867 θα αποκτήσει η Στυλίδα ειρηνοδικείο ενώ το 1868 οι δήμοι Δρυμίας και Ελάτειας με τη σειρά τους θα γίνουν έδρες ειρηνοδικείων. Στην περιοχή του Δομοκού όπως ήταν λογικό ειρηνοδικείο θα δημιουργηθεί μετα την απελευθέρωση της περιοχής το 1881. Επίσης αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1895 στη Λαμία θα ιδρυθεί το «ίδιον γραφείον Υποθηκών κατά την περιφέρειαν ειρηνοδικείου Λαμίας» που θα είναι η πρώιμη μορφή του υποθηκοφυλακείου όπως το ξέρουμε σήμερα.[4] Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο νομός έφτασε σε ένα ικανό σημείο εξέλιξης στα τέλη του 19ου αιώνα οπότε γίνεται μία προσπάθεια ακόμα και καταγραφής περιουσιών σε μία εποχή που κάθε τέτοια σκέψη θεωρούνταν καινοτόμα και μεταρρυθμιστική.
     Για να παρακολουθήσουμε τώρα τον χωρισμό των δήμων και τον πληθυσμό που κατανέμεται στον καθένα πρέπει να καταλάβουμε τον χωρισμό των δήμων της εποχής σε τρεις τάξεις. Το ελληνικό κράτος θεωρούσε ως δήμο πρώτης τάξης αυτόν που ο πληθυσμός του ξεπερνούσε τις δέκα χιλιάδες κατοίκους. Ως δήμος δεύτερης τάξης υπολογιζόταν το συγκρότημα πόλεων και χωριών που ο πληθυσμός τους κυμαινόταν από δύο έως δέκα χιλιάδες κατοίκους και ως δήμος τρίτης τάξεως θεωρούνταν αυτός που ο πληθυσμός του δεν ξεπερνούσε τις δύο χιλιάδες κόσμο. Το 1840 με βασιλική απόφαση οι δεκαπέντε δήμοι της επαρχίας Φθιώτιδας θα συγχωνευτούν σε οκτώ, τους μισούς περίπου ενώ η Λοκρίδα θα μείνει όπως ήταν πριν, έχοντας τώρα τους ίδιους δήμους με τη Φθιώτιδα. Σημειώνουμε για μία ακόμη φορά ότι επειδή η επαρχία Δομοκού προσαρτήθηκε στην ελληνική επικράτεια το 1881, η διοικητική της διαίρεση σε δήμους έγινε μεταγενέστερα από τις άλλες επαρχίες, το 1883 και χωρίστηκε σε τρεις δήμους.[5]
     Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη δική μας περιήγηση στους δήμους και τα χωριά που τους απαρτίζουν. Ο δήμος Λαμίας θα είναι ο μεγαλύτερος δήμος του νομού, όμως δεν θα έχει πληθυσμό άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων καθώς παρουσιάζεται ως δήμος β’ τάξεως το 1840. Τα χωριά που απαρτίζουν τον δήμο Λαμίας θα είναι το Σαρμουσακλή, η Μεγάλη Βρύση, το Λιμογάρδι, το Παλιοχώρι, η Δίβρη, το Μακρολείβαδον, το Δερβέν Φούρκα, οι Τσοπανλάταις, η Δαϊτσιά, το Μπεκί, τα Καλύβια, το Κόμμα, το Ιμπίρμπεη, η Αλαμάνα και η Ταράτσα. Η παρατήρησή μας σε αυτό το σημείο στέκεται στην ρίζα πολλών ονομάτων των χωριών από την οθωμανική παράδοση, φαινόμενο λογικό αφού οι οικισμοί αυτοί βρίσκονταν για αιώνες κάτω από ξένη κυριαρχία ενώ μετρούσαν μόνο μία δεκαετία ως μέλη της ελληνικής επικράτειας.[6]
     Επιπλέον ο δήμος Φαλάρων με πρωτεύουσα την πόλη της Στυλίδας θα είναι όπως και ο αντίστοιχο της Λαμίας Β’ τάξεως. Τα χωριά που υπάγονται στον δήμο αυτόν θα είναι ο Αχινός, τα Σπαρτιά, το Τσερνοβίτι, η Νίκοβα, η Νεράιδα, το Λογγίτσιον, το Αυλάκιον και η Αγία Μαρίνα.[7]
     Ο δήμος Κρεμαστής Λαρίσης βρισκόταν στο νοτιοδυτικό άκρο της επαρχίας Φθιώτιδας. Ως πρωτεύουσα του δήμου αναφέρεται το χωριό Γαρδίκι που στη σλαβική γλώσσα σημαίνει το σταυροδρόμι που κρίνεται ιδανικό για την εγκατάσταση μηχανισμού συλλογής φόρων. Η αρχαία ονομασία του χωριού ήταν Πελασγία. Τον δήμο που είναι γ’ τάξεως δήμος πλαισιώνουν τα χωριά Βλύχα (Γλύφα), Σουβάλα, Βελέσι, Μαχαλάς, Αγνάντι και Μέλσι. Το χωριό Μέλσι κανονικά και σήμερα ακόμα έχει την ονομασία Μύλοι. Πρωτοκαταχωρήθηκε με αυτό το όνομα είτε λόγω της ιδιαίτερης προφοράς από τους κατοίκους της λέξης μύλος (μυλς-μέλσι) και της καταγραφής της από κρατικό αξιωματούχο είτε εξαιτίας τυπογραφικού λάθους.[8]
     Ο δήμος Υπάτης, γνωστός για τα ιαματικά λουτρά του θα αποτελέσει β’ τάξεως δήμο αφού συγχωνεύθηκε με τον δήμο Καλλίων  μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1840. Στην διοίκησή του περιελάμβανε τα χωριά Βουγόμηλος  (Αργυροχώριον), Λάλα, Συκά, Βασιλικά, Καρυά, Λιχνόν, Λιάσκοβον, Μάντιτσι, Σμόκοβον, Καστανιά, Νεοχώριον, Ανατολή και Δάφνη. Τα τρία τελευταία χωριά προέρχονται από τη διάλυση του δήμου Καλλίων.[9]
     Φτάνουμε στον δυτικότερο δήμο του νομού Φθιώτιδας, τον δήμο Τυμφρηστού που αποτελεί σύνορο του νομού με την περιοχή της Ευρυτανίας. Αποτελώντας δήμο γ’ τάξεως ο δήμος Τυμφρηστού θα έχει δύο πρωτεύουσες. Από το 1836 έως το 1840 πρωτεύουσά του θα είναι το χωριό Μαυρίλο. Στο διάστημα από το 1840 έως το 1912 πρωτεύουσα του νομού γίνεται το χωριό Μερκάδα για να επιστρέψει η δημαρχιακή διοίκηση στην θέση που βρισκόταν πριν το 1840. Τα χωριά που απαρτίζουν τον συγκεκριμένο δήμο θα είναι το Νεοχώριον, η Κάψη, το Μουτζουράκι, τα Λουγκάνια, η Ζιόψη, το Πίτσου, η Ζημιανή, η Περίλευτή, τα Πετσωτά, και το Παλαιόκαστρον.[10]
     Συνεχίζουμε την πορεία μας στην επαρχία της Φθιώτιδας  με τον δήμο Μακρακώμης, με συνολικό πληθυσμό κάτω από δύο χιλιάδες κατοίκους το 1840 που όμως θα ξεπεράσει τον προαναφερθέντα αριθμό μέχρι το 1869 οπότε ο δήμος θα προαχθεί σε β’ τάξεως. Επίσης, στην διοικητική μεταρρύθμιση του 1840 θα συγχωνευθεί με τον δήμο Παραχελωϊτίδος. Πρωτεύουσα θα είναι το Βαρυμπόπι, που μεταγενέστερα μετονομάστηκε σε Μακρακώμη. Τα χωριά που αποτελούν οργανικό μέρος του δήμου θα είναι το Ροβολιάρι, το Λιτότσελον, τα Σκόρλια, η Τσούκα, το Πλατύστομον, η Γιαννιτσού, το Ασβέστι, το Κούρνοβον (Τρίλοφον), το Αρχάνι, η Γραμμένη Ράχη, το Καστρί, η Μάκρυσις (Μάκρη), Λιανοκλάδι, Στίρφακα, Δερβέν Καρυά (Μοσχοκαρυά), Αμούρι και Ζέλι (Ζηλευτόν).Επιπλέον αξίζει να αναφερθούμε και στον δήμο Σπερχειάδας. Με πρωτεύουσα την Αγά (μετέπειτα Σπερχειάδα), ο δήμος θα πάρει το όνομα μίας περιοχής που εκτείνεται κατά μήκος του ομώνυμου ποταμού. Τα χωριά που βρίσκονται στα όριά του δήμου είναι το Χαλίλη, το Κλωνί, τα Παλαιόβραχα, η Φτέρη, η Καμπιά, το Γαρδίκι, τα Στάγια, το Κυριακοχώρι, το Νικολίτσι, τα Αργύρια, η Κολοκυθιά, η Σέλιανη, η Μπρούφλιανη, το Γυφτοχώρι, η Καλλιγά και τα Κουφόδενδρα.[11]
     Θα κλείσουμε τις αναφορές μας στον χωρισμό σε δήμους της επαρχίας Φθιώτιδας με τον δήμο Ηρακλειωτών. Αποτελώντας δήμο γ’ τάξεως συναντούμε για πρώτη φορά σε αυτόν τον δήμο το φαινόμενο της θερινής και της χειμερινής πρωτεύουσας. Έως το 1864 έδρα του δήμου ήταν το χωριό Μοσχοχώριον, μετά την χρονιά αυτή η έδρα μεταφέρθηκε στο χωριό Αλπόσπητα για ένα μικρό χρονικό διάστημα εώς ότου να αποτελεί πρωτεύουσα τη θερινή περίοδο το Μοσχοχώριον και την θερινή τα Αλπόσπητα. Πιθανή αιτία αυτής της διάκρισης θεωρείται η αδυναμία προσέγγισης της πολυπληθέστερης περιοχής κατά την χειμερινή περίοδο λόγω της κακοκαιρίας. Όσον αφορά το χωριό Αλπόσπητα, αυτό είναι εξέλιξη του οικισμού Αλπωνόσπιτα που αρχικά ονομάζονταν απλά σπίτια του Άλπωνος. Τα χωριά που υπάγονται στο δήμο Ηρακλειωτών ήταν το Φραντσίον, το γνωστό σήμερα λόγω μίας συγκλονιστικής υπόθεσης του 1978  Κωσταλέξι, οι Κομποτάδαις, τα Δύο Βουνά, το Δέλφινον, οι Βαρδάταις, η Δρακοσπηλιά, το Ελευθεροχώρι, ο Προυκοβένικος, το Μουσταφάμπεϊ, η Δαμάστα, η Παύλιανη, το Γαρδικάκι, το Σκληθράκι και το Κουμαρίτσι.[12]
     Μετά την Φθιώτιδα, νοτιότερα βρίσκεται η περιοχή της Λοκρίδας που συνορεύει με τον νομό Αττικής και Βοιωτίας στο νότο, με την επαρχία της Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας στα δυτικά και με το νησί της Εύβοιας στα ανατολικά. Πολλές περιοχές της Λοκρίδας αρχικά αποτέλεσαν μάλιστα μέρος της Αττικοβοιωτικής νομαρχίας. Ο δήμος που περιλαμβάνει την πρωτεύουσα της επαρχίας, θα είναι ο δήμος Αταλάντης. Με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη θα σχηματιστεί ένα σύνολο πόλεων και χωριών που δεν θα ξεπερνά το πληθυσμιακό όριο που χρειάζεται για να δημιουργηθεί ένας δήμος β’ τάξης. Τα χωριά που αποτελούν μέρος του είναι η Σκάλα Αταλάντης, η Νήσος Αταλάντης, το Κυπαρίσσι, την Κόλακα, τον Έξαρχο, τη Σκεντέραγα, τις Δρίσπαι (Δρούσκος), το Μπόγδανον, τη Γαρδένιτζα και τα Μούλκια. Τα δύο τελευταία χωριά που αναφέρουμε καταστράφηκαν με τον μεγάλο σεισμό του 1894 και οι κάτοικοί τους μετοίκησαν στο Κυπαρίσσι. Το 1861 με μία νέα διοικητική μεταρρύθμιση τα χωριά του δήμου διαμορφώνονται ως εξής: Δρίσπεϊ (Άγιος Βλάσιος) Έξαρχος, Νικολάκα, Κυπαρίσσι, Σκεντέραγα, Ζέλιον και Καλαπόδιον.[13] 
     Ακόμα δύο δήμοι που αποτελούν μέρος της επαρχίας Λοκριδας είναι αυτοί των Δαφνησίων και της Ελάτειας. Τρίτης τάξεως και οι δύο (ο δήμος Ελάτειας το 1873 θα διασπαστεί σε δύο δήμους Τιθωρέας και Ελάτειας, οπότε θα χαρακτηριστούν και οι δύο ως δήμοι β’ τάξεως) θα έχουν πρωτεύουσα τις Λιβανάτες και το χωριό Δραχμάνι (που αργότερα μετονομάστηκε σε Ελάτεια). Τα χωριά του δήμου Δαφνησίων το 1861 θα είναι το Μελιδόνι, ο Λόγγος, η Ευλογία, ο Μέγας Κωνσταντίνος, το Νεοχώριον, ο Άγιος Αθανάσιος, η Τατταλή, το Γουλέμι, η Αρκίτσα και το Δημητράκι. Από την άλλη πλευρά ο δήμος Ελάτειας θα περιλαμβάνει τα χωριά Μόδι, Σουλέμπεϊ, Τουρκοχώρι, Σφάκα, Δόριζα, Μάνεσι, Μπέλεσι, Μωραλή, Χούμπαβ, Αλισάχου, Λεύτα, Βάλτεσι, Ζέλι και Καλαπόδι (τα δύο τελευταία έως το 1861).[14]
     Ανάμεσα στους προαναφερθέντες δήμους βρίσκεται ο δήμος Θρονίου. Πρωτεύουσά του ήταν το Καινούργιον νεοιδρυθέν  από κατοίκους που εγκατέλειψαν το χωριό Παλαιοχώρι εξαιτίας της έξαρσης της ελονοσίας. Έδρα του δήμου από το 1887 όμως είναι το χωριό Ρεγγίνιον. Παράλληλα την περίοδο 1856-1887 οι δημοτικές αρχές μεταφέρονται στο Θρόνιον. Τα χωριά που απάρτιζαν  τον δήμο ήταν οι Δερβισάδες, το Ρωμάνι, η Μουρτίτσα, το Πικράκι, η Κόμνινα, το Χάρμα, το Καθάρεσι και η Καρυά το 1840. Μετά το 1856 όμως διαμορφώνονται ως εξής: Καινούργιον, Δερβισάδες, Κόμνηνα, Ρεγγίνιον, Θρόνιον, Χάρμα, Καθαραίς, Ανιβίτσα και Καρυά.[15]
     Προχωρούμε σε έναν ιστορικό σε όνομα δήμο των δήμο Θερμοπυλών. Από το 1840 και για επτά χρόνια θα είναι συγχωνευμένος με τον δήμο Δρυμίας. Πρωτεύουσα μέχρι το 1847 θα είναι το χωριό Μενδενίτσα, ενώ μετά τη χρονιά αυτή η έδρα του δήμου μεταφέρεται στο χωριό Μώλος. Από το 1847 και έπειτα τα οικιστικά σύνολα που εντάσσονται στα όρια των Θερμοπυλών θα είναι εκτός από τον Μώλο και την Μενδενίτσα, η Αντίρρα, τα Καραβίδια, οι Λιαπάτες , οι Κατμάταις και το Ρηντσέρι.[16]
     Συνεχίζοντας εντοπίζουμε τον δήμο Λαρύμνης. Τα διαστήματα 1840-1857 και 1872-1911 η έδρα του δήμου θα βρίσκεται στο Μαρτίνο, ενώ στο διάστημα που παρεμβάλλεται πρωτεύουσα είναι το χωριό Προσκυνά. Τα χωριά μέχρι το 1857 θα είναι, εκτός από τα δύο προαναφερθέντα, το Λούτζι το Παύλον, το Ράδον, το Μάζι, και η Μαλεσίνα, ενώ μεταγενέστερα διαμορφώνονται σε μόλις επτά: το Μαρτίνο, την Προσκυνά, τη Λάρυμνα, το Μάζι, τη Μαλεσίνα και τον Παύλον και το Ράδον.[17]
     Δύο δήμοι που σήμερά έχουν ενοποιηθεί και κατά τη διάρκεια της ιστορικής τους εξέλιξης ακολούθησαν κοινή πορεία ήταν οι δήμοι Τιθωρέας και Δρυμίας. Αρχικά και οι δύο ενταγμένοι στη νομαρχιακή διοίκηση της Αττικής και της Βοιωτίας και την επαρχεία Λεβαδείας από την διοικητική διαίρεση του 1833 μέχρι την πρώτη διοικητική μεταρρύθμιση του 1840. Ο Δήμος Τιθωρέας μετά την υπαγωγή του στο νομό Φθιώτιδας και την επαρχία Λοκρίδας θα αποτελέσει τμήμα του δήμου Ελάτειας μέχρι να αποσπαστεί το 1873. Έδρα του δήμου αποτέλεσε το χωριό Βελίτσα. Τα υπόλοιπα χωριά που υπάγονται στη δημοτική αρχή θα είναι η Αγία Μαρίνα, το Μόδιον, τα Καλύβια Βελίτσας που μετονομάστηκαν σε Κηφισσοχώρι και αργότερα σε Κάτω Τιθωρέα και τα Καλύβια Αγίας Μαρίνης που μετονομάστηκαν σε Αγία Παρασκευή. Παράλληλη πορεία ακολουθεί και ο δήμος Δρυμίας. Μετά την ένταξή του στην Φθιώτιδα θα ενταχθεί στον δήμο Θερμοπυλών αλλά δεν θα παραμείνει οργανικό κομμάτι του παρά μόνο για μία επταετία. Το 1847 θα αποσπαστεί σχηματίζοντας δική του δημοτική αρχή. Πρωτεύουσά του θα είναι το χωριό Δαδίον που θα μετονομαστεί αργότερα στον 20ο αιώνα σε Αμφίκλεια. Τα χωριά που αποτελούν τον δήμο εκτός αυτού στο οποίο βρίσκεται η έδρα του θα είναι μόλις τρία: η Γλούνιτσα (Γλούνιστα), η Δερνίτσα και η Ξυλιανή (Ξυλικοί).[18]
     Τέλος μας έμεινε η επαρχία που «στέκεται στην σκιά» των άλλων δύο εξαιτίας της σαραντάχρονης απουσίας της από την ελληνική επικράτεια σε σχέση με τις άλλες δύο Φθιωτικές επαρχίες, η επαρχία του Δομοκού. Αυτό η ιδιαιτερότητα του Δομοκού θα φανεί σε πολλά από τα ονόματα των χωριών της επαρχίας που έχουν οθωμανική ρίζα. Ο δήμος Θαυμακών που θα αποτελέσει δήμο β’ τάξεως το 1883 θα έχει έδρα του τον Δομοκό που θα πλαισιώνεται από τη Σκαρμίτσα (Θαύμακον), Πουρνάρι, Τσιφλικάκι, Λεύκα, Γερακλί, Βούζι, Βελεσιώται, Αγόριανη, Τσιφλάρι (Σοφιάδα), Τσιόμπα, Μπεκρηλέρ, Βαρδάλι, Γιακαρόμπα (Αγραπιδιά), Κρολόμπα και Αϊδομουσλί. Έχοντας τρεις δήμους η επαρχία του Δομοκού οι υπόλοιποι δύο που θα μας απασχολήσουν θα είναι αυτός της Ξυνιάδος και της Μελιταίας. Η δήμος Ξυνιάδος, χαρακτηρισμένος ως τρίτης τάξεως θα έχει πρωτεύουσα την Ομβριακή και τα οικιστικά σύνολα που θα την συμπληρώνουν θα είναι το Δερβέν, το Δαουκλή (Ξυνιάδα), το Ζαπάτι (Μηλιόκαμπος), το Δερελή (Περιβόλιον), η Παναγιά και το Αλχανί. Ολοκληρώνοντας ο δήμος Μελιταίας θα έχει πρωτεύουσα το χωριό της Αβαρίτσας που μεταγενέστερα θα πάρει το όνομα της δημοτικής αρχής (Μελιταία). Τα χωριά που πλαισιώνουν τον δήμο ήταν η Χιλιαδού, το Νεοχώρι, το Καραχασάν (Σχισμάδα)η Μαντασιά, η Αλήφακα (Καρυαί), το Δραχάνι (Πολυδένριον), η Δραμάλα (Μακρολείβαδον) και ο Παλαμάς.[19]

II. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

     Όπως είναι λογικό την μεγαλύτερη προσοχή των ερευνητών στην περιοχή της Φθιώτιδας έχει προσελκύσει η πόλη της Λαμίας. Ο Γάλλος αρχαιολόγος Deschamps στην περιήγησή του στη Στερεά Ελλάδα θα κάνει ειδική αναφορά στη Λαμία. Η πόλη είναι περιτριγυρισμένη από τα όρη Οίτη, Τυμφρηστός και Καλλίδρομος. Κοντά της σχετικά βρίσκεται ο Σπερχειός ποταμός με ικανοποιητική βλάστηση που όμως σε μερικά σημεία του δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα έλος που προκαλεί προβλήματα για τη δημόσια υγεία. Προχωρώντας όμως στο εσωτερικό της πόλης ο Deschamps θα μείνει έκπληκτος με την εικόνα που θα αντικρίσει. Η πόλη ήταν  ρυμοτομημένη με πολύ σύγχρονο τρόπο για τα δεδομένα της εποχής. Οι δρόμοι τις ήταν τετράγωνα σχεδιασμένοι. Επιπλέον αυτό που μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στη Λαμία του 1890 είναι η ανοικοδόμηση που συνίσταται στην πόλη. Οι άνθρωποι χτίζουν καθημερινά και η εξέλιξη στην πρωτεύουσα της Φθιώτιδας προχωρούσε γρηγορότερα όσο ποτέ προγενέστερα. Λίγα στοιχεία που λαμβάνουμε ακόμα για την κοινωνία της πόλης είναι η χρήση της εθνικής ενδυμασίας από τους πιο εύπορους. Ο περιηγητής συναντά μία Λαμία ανέμελη, μία πόλη που οι κάτοικοί της όταν δεν έχουν να ασχοληθούν με την εργασία τους, γυρνούν στα καφενεία της εποχής και περνού ευχάριστα στον χρόνο τους τρώγοντας αρνί με ρύζι και πίνοντας ρακή.[20] Ακόμα και το φαγητό που περιγράφει ο Deschamps μας δίνει μία εικόνα της αγροτικής περιοχής της Λαμίας αφού η περιοχή είναι γνωστή για το ρύζι που παράγει μέχρι και πολύ μεταγενέστερα, ενώ το αρνί είναι το κύριο κτηνοτροφικό προϊόν της περιοχής.
     Ειδική αναφορά όμως όσον αφορά τον αγροτικό χώρο και την κοινωνία της περιοχής είναι αναγκαίο να κάνουμε στην ευρύτερη περιοχή του Σπερχειού ποταμού. Η περιοχή του Σπερχειού μερικώς ορεινή στην αρχή του ποταμού χαρακτηρίζεται από φυσικό κάλλος. Ο ποταμός στη συνέχεια διασχίζει έναν μικρό κάμπο και χύνεται στον Μαλιακό κόλπο. Το ποτάμι αυτό ονομάστηκε ποτάμι της Ελλάδας αρχικά γιατί αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ποτάμια της χώρας λόγω του ότι αποτελούσε και μήλον της Έριδος για το ελληνικό βασίλειο και την οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι της οριστική υπαγωγή της ευρύτερης περιοχής του στο ελληνικό κράτος.[21]
     Όμως η συγκεκριμένη περιοχή είχε και αρκετά προβλήματα δημιουργήσει στους κατοίκους της. Ο ποταμός το καλοκαίρι ειδικά, όταν τα νερά του μένουν στάσιμα προκαλεί εκτεταμένους θανάτους που σύμφωνα με τη διήγηση του Deschamps οφείλονται στον πυρετό. Χωρίς να έχουμε στοιχεία για την ασθένεια αυτή υποθέτουμε πως ήταν ελονοσία εξαιτίας του συμπτώματος του πυρετού και της εποχής που βρισκόταν σε έξαρση. Από την άλλη πλευρά η κατάσταση στην περιοχή δεν είναι καλύτερη και το χειμώνα. Το ποτάμι ξεχειλίζει με αποτέλεσμα πολλές περιουσίες που βρίσκονται κοντά του να καταστρέφονται λόγω της πλημμύρας. Οι πληθυσμοί αυτοί αναπόφευκτα μεταναστεύουν με κύριο προορισμό τη πόλη της Λαμίας. Όσον αφορά την πολιτική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την προστασία των  παρόχθιων ιδιοκτητών αυτή δεν θα σχεδόν ανύπαρκτη. Οι ιδιοκτήτες θα καλούνται θα κατασκευάζουν φράγματα επιδοτούμενα μόνο κατά το ένα τρίτο από το κράτος. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την κατασκευή πρόχειρών φραγμάτων που κατέρρεαν εύκολα αφού οι αγρότες της περιοχής δεν ήταν ικανοί να σπαταλήσουν τα απαραίτητα  χρήματα για την βελτίωση του προβλήματος της περιοχής.[22]
     Επιστρέφοντας στην ευρύτερη περιοχή της Λαμίας διαπιστώνουμε ότι προεπαναστατικά το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων ήταν πολύ χαμηλό. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη της περιοχής είναι ιδιαίτερα εφικτή καθώς υπάρχουν φυσικά νερά στην μικρή πεδιάδα μεταξύ της πρωτεύουσας και της Στυλίδας που επιτρέπουν την καλλιέργεια ρυζιού, σιταριού αλλά ακόμα και βάμβακος σε ικανοποιητικές ποσότητες.[23]
     Η περιοχή της Υπάτης, διάσημη για τις θερμές πηγές της θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Παρότι η περιοχή αυτή ανέπτυξε τουριστική κίνηση στο β’ μισό του 20ου αιώνα, ωστόσο κατά στα τέλη του 19ου αιώνα παρουσιαζόταν ως μία φτωχή και «άρρωστη» πόλη. Οι κάτοικοι ζούσαν ως επί το πλείστον σε παραπήγματα και η ζέστη ειδικά τον μήνα Ιούλιο μετέτρεπε την ατμόσφαιρα σε αποπνικτική. Το βράδυ, όταν ο καιρός γινόταν περισσότερο δροσερός σχεδόν όλοι οι κάτοικοι έβγαιναν από τα σπίτια τους για να δροσιστούν και να αναπνεύσουν όσο πιο ψυχρό αέρα γίνεται. Εντύπωση όμως θα μας κάνει η εικόνα της ρωσικής βασιλικής οικογένειας που συνάντησε ο Deschamps στο καφενείου της περιοχής. Η Υπάτη εκείνη την εποχή διέθετε απόσπασμα της χωροφυλακής και του πεζικού που πιθανώς χρησιμοποιούνταν για την απόκρουση ληστρικών επιθέσεων, αν και την εποχή εκείνη η ληστρική δράση βρισκόταν σε ύφεση όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές. Επιπλέον ο Γάλλος περιηγητής θα παρουσιάσει τους θανάτους από την ζέστη και την αποπνικτική ατμόσφαιρα ως καθημερινό φαινόμενο της πόλης γύρω στο 1890.[24]
     Αλλάζοντας κατεύθυνση θα ήταν καλό να αναφερθούμε στον ρόλο της γυναίκας. Όπως ήταν αναμενόμενο εκείνη την εποχή η γυναίκα αντιμετωπίζεται ως μία ιδιοκτησία του άνδρα είτε αυτό είχε τον ρόλο του πατέρα, είτε του αδερφού, είτε του συζύγου. Οι πληροφορίες μας δίνονται από τα έγγραφα της εποχής οπότε η γυναίκα στα προικώα συμβόλαια δεν αναφέρεται με το επίθετό της αλλά με στη θέση του έμπαινε ένας τίτλος όπως «παραπαίδα», «ψυχοκόρη», «ψυχοπαίδα» και «ψυχοθυγατέρα» και δίπλα σε αυτόν το μικρό όνομα του πατέρα (π.χ. Μαρία ψυχοκόρη του Ιωάννη). Αντίθετα ο άνδρας στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται κανονικά με το πλήρες ονοματεπώνυμό του. Επίσης, ο τίτλος που χαρακτηρίζει μία γυναίκα που βρισκόταν υπό την προστασία του αδελφού της ήταν «ανδράδελφη» ή «αυτάδελφη». Τα στοιχεία αυτά να αντλούμε από την δεκαετία του 1830.[25]
     Κλείνοντας το υποκεφάλαιό μας οφείλουμε να κάνουμε μία αναφορά στη δημογραφική εξέλιξη του νομού από την αρχή της Επανάστασης του 1821 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Στις αρχές της εξέγερσης ο πληθυσμός της Φθιώτιδας ήταν 47.408 κάτοικοι. Με το τέλος της όμως ο αριθμός τους μειώνεται σε 29.232. Μέχτι το 1855 τα δημογραφικά μεγέθη θα έχουν επανέλθει στα προεπαναστατικά επίπεδα, καθώς ο νομός θα έχει πληθυσμό 46.202 κατοίκους. Στην απογραφή του 1861 ο πληθυσμός θα είναι ίδιος περίπου με του 1855 όπως είχε καταγραφεί τότε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η μεγάλη δημογραφική έκρηξη θα συντελεστεί την περίοδο 1861-1928 οπότε η αύξηση του πληθυσμού θα ανέλθει σε ποσοστό 142%, δηλαδή θα υπερδιπλασιαστεί. Η αύξηση αυτή οφειλόταν κυρίως στην καταγραφή της επαρχίας Δομοκού μετά το 1899 ως περιοχής της Φθιώτιδας και εξαιτίας της σταδιακής καταγραφής του πληθυσμού των μοναστικών κοινοτήτων.[26]
     Τελειώνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στην εξέλιξη του νομού όσον αφορά κάποιες σημαντικές υπηρεσίες που αναπτύχθηκαν τον 20ο αιώνα. Το 1938 ιδρύεται το Γενικό Νοσοκομείο Λαμίας, ενώ ένα χρόνο πριν ιδρύεται το Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών. Ακόμα νωρίτερα, το 1935 ιδρύεται ο Οργανισμός Βάμβακος και αυτός στη Λαμία. Παρατηρούμε λοιπόν ότι οι μεγάλες απόπειρες εξέλιξης της περιοχής εντοπίζονται στη δεκαετία του 1930. Μεταπολεμικά η πόλη θα αποκτήσει Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο το 1947 μαζί με δύο υποκαταστήματα του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τέλος. Το 1948 αναφέρεται η ίδρυση της Παιδαγωγικής Ακαδημία Λαμίας (ο νομός αποκτά ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα) και η ίδρυση του σανατορίου Λαμίας το 1951.[27] Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι στην εικοσαετία 1930-1950 παρότι μεσολαβεί ένας μεγάλος πόλεμος και η τριπλή κατοχή της χώρας η Φθιώτιδα αρχίζει να κάνει μεγαλύτερα βήματα ανάπτυξης από ότι παλαιότερα.

III. Η ΛΗΣΤΕΙΑ

     Η ληστεία στην μετεπαναστατική Ελλάδα είναι ένα γεγονός που ξεκινά από την εποχή του Καποδίστρια το 1828 και οφείλεται κυρίως στον θεσμό του κλέφτη-αρματολού που υπήρχε πριν την Επανάσταση. Το φαινόμενο όμως αυτό θα ενταθεί μετά το 1883 οπότε οι Βαυαροί θα διαλύσουν τους άτακτους στρατούς της Επανάστασης αφήνοντας πέντε χιλιάδες οπλίτες χωρίς εργασία και χωρίς κάποιο προσανατολισμό ως προς την απασχόληση. Παράλληλα η διαμόρφωση των ελληνικών συνόρων όπως αυτή έγινε, συμπίεσε πολλούς ληστές της Θεσσαλίας, οι οποίοι μετοίκησαν στην περιοχή της Φθιώτιδας που θεωρούνταν παραμεθόριος και αναπτύσσοντας τη δράση τους. Το πρώτο διάστημα οι ληστές της περιοχής θα λυμαίνονται περιουσίες και της οθωμανικής αλλά και της ελληνικής επικράτειας καταφεύγοντας σε διαφορετικό έδαφος από αυτό που επιτίθονταν. Μπορεί οι ληστές να θεωρούνταν στην λαϊκή συνείδηση ως κάτι υψηλό, ως η φυσική συνέχιση των ηρώων της Τουρκοκρατίας κλεφτών, όμως η κατάσταση αυτή ήταν κάτι που δεν μπορούσε να δεχτεί το νεοιδρυθέν ελληνικό κράτος που προσπαθούσε να ακολουθήσει τη πορεία του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου.[28]
     Ο Armansperg το 1833 είχε ζητήσει την γνώμη τεσσάρων επιφανών ανδρών της περιοχής για την Ληστεία, δύο Θεσσαλών και δύο κατοίκων της Στερεάς Ελλάδας. Και οι τέσσερις συμφώνησαν ότι η έξαρση της ληστείας είχε ως έναν παράγοντα την διάλυση των άτακτων στρατευμάτων. Εκεί που παρατηρήθηκε όμως διάσταση απόψεων ήταν στην σημασία της κλέφτικης προεπαναστατικής που ενθάρρυνε τέτοιες συμπεριφορές. Οι Θεσσαλοί συντάσσονται με την άποψη αυτή, ενώ οι Ρουμελιώτες όχι. Ίσως να ήθελαν να υπερασπιστούν το ιστορικό παρελθόν τους καθώς η περιοχή του απελευθερωμένη πλέον δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει τη συμβολή αυτών των ομάδων στη φθορά της τοπικής οθωμανικής εξουσίας. Παράλληλα μία ακόμα αιτία που όπως υποστηρίζουν οι τέσσερις άνδρες ενίσχυε τη ληστεία ήταν η ευνοϊκή μεταχείριση των ληστών από τους Τούρκους δερβεναγάδες (μοιράζονταν την λεία).[29]
     Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο αναπτύχθηκε στη Στερεά Ελλάδα κατά την περίοδο κρίσης του ανατολικού ζητήματος. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ακολουθήσει μία μεταρρυθμιστική πολιτική η οποία όμως θα θίξει τα συμφέροντα των υπόδουλων ακόμα Ελλήνων και ιδιαιτέρως του κλήρου. Την περίοδο εκείνη όμως (1840) το Ελληνικό Κράτος βρισκόταν σε συμφωνία με την Αυτοκρατορία για μία κοινή αντιμετώπιση των ληστών που λυμαίνονταν και τις δύο περιοχές. Αυτή η προσπάθεια συνεργασίας θα προκαλέσει την αντίδραση των υπόδουλων Ελλήνων των οποίων την αγανάκτηση θα εκμεταλλευτούν οι ληστές, επαναστατώντας εναντίον της ελληνικής διοίκησης. Οι εξεγέρσεις έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στην παραμεθόριο περιοχή της Φθιώτιδας με αρχηγό τον ληστή Βελέντζα, όμως δε είχαν κάποιο αποτέλεσμα καθώς το ελληνικό κράτος τις αντιμετώπισε με επιτυχία.[30]
     Προχωρώντας παρατηρούμε πως ένας πολιτικός που αντλούσε δύναμη από τους ληστές της Στερεάς και από τους εναπομείναντες καπεταναίους ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης. Αν και πολλοί πίστεψαν πως κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Κωλέττη το ελληνικό κράτος θα ήταν ελαστικότερο στην δράση των ληστών, υπήρξε σχετικά μία ύφεση σε αυτόν τον τομέα. Πιο συγκεκριμένα ο Γρίβας, ξακουστός ληστής της εποχής το καλοκαίρι του 1844 έδρασε σε όλη τη Στερεά και  αμέσως μετά την ανάδειξη του Κωλέττη στον πρωθυπουργικό θώκο σταδιακά άρχισε να σιωπά (Αύγουστος 1844). Βέβαια η ύφεση δεν επήλθε μαγικά. Ο Κωλέττης έλαβε κάποια μέτρα εκσυγχρονισμού των σωμάτων της οροφυλακής και της εθνοφυλακής που βοήθησαν στην μείωση των ληστρικών κρουσμάτων. Επίσης το μέτρο της κατοχής επίσημων φύλλων πορείας στους χωροφύλακες βοήθησε τους κατοίκους της Φθιώτιδας καθώς οι ληστές μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες εισέβαλλαν στα σπίτια τω κατοίκων και ανενόχλητοι τους λήστευαν.[31]
     Στη λήξη όμως της θητείας του Κωλέττη οι ληστές θα επιχειρήσουν εκ νέου να κάνουν μία επανάσταση. Δυσαρεστημένοι με την πολιτική που ακολουθήθηκε και εγκατεστημένοι στην οροθετική γραμμή από την πλευρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το ληστρικό κίνημα θα δράσει με βάση δύο πυρήνες, έναν στην δυτική Στερεά και έναν στην ανατολική. Η εξέγερση αυτή θα αποτύχει όπως και οι προηγούμενες και οι περισσότεροι ληστές που καταδικάσθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν θα λάβουν αμνηστία. Όσοι διέφυγαν θα εξεγερθούν ξανά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Απέναντί τους όμως θα βρουν τους πρώην συντρόφους τους που είχαν στρατολογηθεί από την ελληνική πολιτεία. Πάντως αξίζει να αναφέρουμε πως ήταν σύνηθες οι ληστές να αμνηστεύονται εκείνη την εποχή, καθώς ήταν ένα φαινόμενο που συνέβαινε συνεχώς.[32]
     Στην περίοδο όμως που ακολουθεί τα γεγονότα του 1848 οι ληστές δρουν πιο απλά προσπαθώντας να κερδίσουν αγαθά για προσωπικό τους όφελος και όχι για να υπερασπιστούν το ηρωικό παρελθόν τους προχωρώντας σε εξεγέρσεις. Παρατηρούμε μία γενιά παλαιών ληστών να περνά σταδιακά στο παρασκήνιο ενώ μία νέα ομάδα ληστών προσπαθεί να την διαδεχτεί. Κλείνοντας να αναφέρουμε ότι οι περισσότεροι ληστές εντοπίζονταν στην επαρχία της Φθιώτιδας ενώ η επαρχία της Λοκρίδας ήταν λιγότερο ευάλωτη σε ληστρικές επιδρομές.[33]
     Η Φθιώτιδα, μία περιοχή παραμεθόριος τότε, είχε να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της δράσης των ληστών στα όριά της. Επρόκειτο για μία περιοχή γεωργών όπου η κτηνοτροφία δεν αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και η ύπαρξη ή η ερήμωση χωριών οφειλόταν σε ληστρικές επιδρομές ή σε ασθένειες όπως είδαμε στην περιοχή της Υπάτης και της παρόχθιας Σπερχειάδας, όπου οι άνθρωποι ασθενούσαν και ο θάνατος αποτελούσε κομμάτι της καθημερινότητάς τους.





[1] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 113-115.
[2]ο.π., 116-118.
[3] ο.π., 118-119.
[4] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 144-145.
[5] ο.π., 167-168.
[6] ο.π., 174.
[7] ο.π., 175.
[8] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 176-177.
[9] ο.π., 178-179
[10] ο.π., 180-181.
[11] ο.π., 182-184.
[12] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 186-187.
[13] ο.π., 190.
[14] ο.π., 192-194.
[15] ο.π., 196-197.
[16] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 197-198.
[17] ο.π., 199-200
[18] ο.π., 200-202.
[19] ο.π., 202-205.
[20] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 292-293.
[21] Κώστας Παπαχρίστος, «Ελλάδα»-Σπερχειός ποταμός, Συμβολή στην Ιστορική Γεωγραφία της Φθιώτιδα, Αθήνα, Αλέα, 1997, 94.
[22] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 294.
[23] Κώστας Παπαχρίστος, «Ελλάδα»-Σπερχειός ποταμός, Συμβολή στην Ιστορική Γεωγραφία της Φθιώτιδα, Αθήνα, Αλέα, 1997, 95.
[24] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό 1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 294-298.
[25] Μαρία Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου, Λαογραφικά της Φθιώτιδας, Λαμία, Λαογραφικό Μουσείο Φθιώτιδας, 1997.
[26] Παναγιώτης Τσιώνης, Ο νομός Φθιώτιδας: προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παναγιώτη Τσιώνη, 1983, 296-297.
[27] βλέπε 26, 132, 135, 137-138, 141-143.
[28] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979, 1-3.
[29] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές, η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979, 12-13.
[30] ο.π., 37-39.
[31] ο.π., 41-42.
[32] ο.π., 45.
[33] ο.π., 52-53.


Πηγή..

Nick Γκιώνης