ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43 (σε 3 συνέχειες)
Επεισόδιο 1ο
Πέρασαν έτσι λίγες μέρες.
Ένα απόγευμα βρισκόμουν στο σπίτι του ξάδερφού μου του Παναγιώτη Βακράκη. Του είχε αφήσει ένας παραθεριστής από πριν τον πόλεμο ακόμα, ένα γραμμόφωνο, να του το φυλάει, με κάμποσες πλάκες.
Το είδα κι αναπήδησα.
― Ξάδερφε! – του λέω. ― Φέρ’ το, μωρέ, αυτό το γραμμόφωνο να θυμηθούμε τον παληό καλό καιρό!
Το στεριώσαμε στο άψε-σβύσε. Τόβλεπα με ταραχή, ξέροντας τι κρύβει μέσα του, ατόφια κομμάτια της ζωής μου, αναμνήσεις αλησμόνητες από κείνα τα ξένοιαστα ένα-δυο καλοκαίρια μας πριν τον πόλεμο, και μπορούσε αυτό το μισοσκουριασμένο σύνεργο να μου τ’ αναστήσει...
Και στ’ αλήθεια! Ξύπνησαν μονομιάς μόλις το κουρντίσαμε όλοι οι πόνοι της ψυχής. Χάθηκε ο τόπος από μπρος μου. Σέρνονταν μισοβραχνές οι θλιμμένες μελωδίες, γνώριμες φωνές τραγουδιστών, όλα αντίλαλοι πικροί από μια χαμένη εποχή... Ζούσες τι σημαίνει θάνατος... Έκαιγαν τα μάτια μου... Τι είχαν γίνει αυτές οι μέρες; Έπειτα... πέρασε σιγά-σιγά το πρώτο θάμπωμα, συνερχόμουν, μένοντας στην ψυχή μου ο γλυκός ο πόνος, γίνονταν ωστόσο πάλι ένας οι δυο εαυτοί μου.
Μία-μία, άκουσα όλες τις γνώριμες πλάκες, τις ξεδιάλεξα πρώτες αυτές. Ύστερα είπα να ακούσω και τις άλλες. Κύτταξα την πρώτη – έγραφε απάνω: «Ψηλά εις το μέτωπον – εμβατήριον».
― Ας τη βάλω – αποφάσισα, και μου φάνηκε αστείο. ― «Ψηλά εις το μέτωπον...».
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43
Λοιπόν καθόλου δεν ήταν αστείο. Ήταν ένα ωραίο εμβατήριο, πολύ ωραίο. Καθόμουν στο χαγιάτι του σπιτιού σε μια καρέκλα κι είχα τεντώσει τα πόδια μου απάνω στα κάγκελα. Έβλεπα αντίκρυ την ορθή πλαγιά της Χάρβαλης, όλο μεγαλείο, με απορροφούσε όλο και περισσότερο ο σκοπός, ξύπναγε και με κυρίευε μια ωραία δύναμη μέσα μου. Και ήρθε ξάφνου η απόφαση.
― Θα χτυπήσουμε το σταθμό στο Δαδί! – είπα.
Ήμουν ενθουσιασμένος, σα να είχε τελειώσει κιόλας η επιχείρηση. Σηκώθηκα δίχως άλλο και κατέβηκα στην πλατεία. Βρήκα το Διαμαντή και το Θησέα. Το αποφασίσαμε αμέσως και τηλεφωνήσαμε τις διαταγές.
― Όλες οι μαχητικές ομάδες, στη Σουβάλα.
Έφυγε αμέσως και μια ομάδα για τα Καλάνια, να ζητήσουμε από τους εγγλέζους εκρηκτικά, αλλά γύρισε σχεδόν με άδεια χέρια. Δικαιολογήθηκε ο Φίλιπς ότι δεν είχε πιο πολλά εκείνον τον καιρό. «Κρίμα... Κρίμα...» έλεγε.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε στη Σουβάλα. Φτάνανε και οι μαχητικές στην ώρα τους, Κουκουβίστα, Καστέλλια, Γραβιά, Μαριολάτα, Παληοχώρι, Απάνω Αγόριανη, Κάτω Αγόριανη, Γλούνιστα, Σουβάλα. Η Γλούνιστα ξεχώρισε πάλι. Ογδόντα ντουφέκια, τέλεια οργάνωση. Είχαν και ομάδα τραυματιοφορείς με φορεία, νοσοκόμο, φάρμακα κι όλα τα αναγκαία.
Μαζευτήκαμε πάλι 800 και πλέον μαχητές.
Στη Σουβάλα βρήκαμε και το Λουκά Κουγιάτσο, δασάρχη από το Δαδί, οργανωμένον και από τους υπεύθυνους του ΕΑΜ. Ήρθε κοντά μας μόλις φτάσαμε στην πλατεία, ψηλός-ψηλός, σεμνός, ήρεμος, χαμογελώντας. Φορούσε ένα ημίχλαινο και είχε τα χέρια του στις τσέπες. Τον σεβόσουν και τον συμπαθούσες μονομιάς.
― Πιστεύω να με θέλετε και μένα – είπε.
Από άλλους μάθαμε τι του έτυχε το περασμένο βράδυ, ο ίδιος δε μιλούσε για τον εαυτό του: Νυχτώνοντας, το σπίτι του βρέθηκε κυκλωμένο, ένα πλήθος ιταλοί ολόγυρα. Τον φώναξαν να βγει. Πετάχτηκε αυτός με μιας, έσβυσε το φως. Κρυφοκύτταξε από τα παράθυρα, ολούθε ιταλοί. Τούρθε τότε μια ιδέα. Βγήκε στο χαγιάτι πατώντας στις μύτες των ποδιών του, πήρε ένα δεμάτι πουρνάρια, μπήκε ξανά στο σπίτι, κλώτσησε με πάταγο ένα παράθυρο, δήθεν ότι πηδάει έξω και πέταξε το δεμάτι. Γίνανε κουβάρι οι ιταλοί, μπήξανε τις φωνές, τίναξαν απάνω στο δεμάτι ένα σωρό χειροβομβίδες κι ύστερα έπεσαν απάνω του σίγουροι πως τον ξέκαναν τον καταζητούμενο. Και ο Λουκάς, από το άλλο μέρος του σπιτιού, δρασκέλησε ήσυχα τις φράχτες κι από δω πάνε οι άλλοι.
― Έξυπνο στρατήγημα – λέγαμε θαυμάζοντας.
Είναι όμορφο να ανακαλύπτεις ξαφνικά στο συνάνθρωπό σου διαλεχτές αρετές που δεν τις υποπτευόσουν πριν. Τον θαυμάζαμε το Λουκά, ότι αγκαλιάστηκε σχεδόν με το θάνατο και γλύτωσε.
Το σχέδιο για την επιχείρηση ήταν να απομονώσουμε το Δαδί από το σταθμό. Να καταλάβουμε έπειτα το σταθμό. Να ανατινάξουμε τη σιδηροδρομική γραμμή σ’ ένα κατάλληλο σημείο στην κατωφέρεια προς το Κηφισσοχώρι. Και να στέλνουμε κει από το σταθμό όλο το τροχαίο υλικό, μηχανές και βαγόνια, να συντρίβονται. Τέλος να ανατινάξουμε τις εγκαταστάσεις του σταθμού.
Ο σταθμός είναι 1 χιλιόμετρο πιο χαμηλά από το Δαδί. Είχε 25 γερμανούς φρουρά. Στο Δαδί στάθμευε φρουρά, 900 περίπου ιταλοί. Σημείο να ανατινάξουμε τη γραμμή διαλέξαμε εκεί που είναι η μεγάλη στροφή κοντά στον Παρνασσό, στη θέση Παλαβίτσα, που τα τραίνα βγαίνουν από τους λόφους στον κάμπο.
Ξεχωρίσαμε ένα τμήμα με τον Καλλία και το Δήμο. Έφυγαν νύχτα να πιάσουν την Παλαβίτσα και να ετοιμάσουν την ανατίναξη. Η επιχείρηση θα γινόταν το άλλο βράδυ. Είχαν μακρυνό και δύσκολο δρομολόγιο, να περάσουν ψηλά από το Δαδί. Τους δώσαμε διαταγή να περάσουν εντελώς αθόρυβα. Συμφωνήσαμε, στις 11 τη νύχτα που θα άρχιζε η επιχείρηση στο σταθμό, να τοποθετούσανε κι αυτοί τα εκρηκτικά τους στη γραμμή κι ό,τι τραίνο έφτανε από κείνη την ώρα κι ύστερα να τιναζόταν στον αέρα. Είχαμε από πριν βεβαιωθεί ότι τέτοια ώρα δεν είχε τραίνο ελληνικό.
Ο Τρικούπης (δάσκαλος Αντώνης Νικολάου, που τον λευτερώσαμε στη Λειβαδιά μαζί με τον Πατέρα) μπήκε αρχηγός στο τμήμα που θα στέλναμε να απομονώσει το Δαδί.
Είχαμε στο αρχηγείο και τρεις αντάρτες σιδηροδρομικούς, τον Κίμωνα, τον Ξάνθο κι έναν τρίτο (δε θυμάμαι δυστυχώς το όνομά του). Ξέρανε και οι τρεις από μηχανές, ήσαν της κινήσεως. Αυτοί, και όσοι ακόμα θα επιστρατεύαμε επί τόπου στο σταθμό, θα σάρωναν το τροχαίο υλικό μόλις τέλειωνε η επιχείρηση, τους κρατήσαμε στην εφεδρεία να μην εκτεθούν στη μάχη.
Έφυγε το ίδιο βράδυ ο Καλλίας. Την άλλη μέρα το δειλινό ετοιμαστήκαμε κι εμείς και ξεκινήσαμε. Θέλαμε να βγούμε μέρα στα Ισιώματα, να δουν από ψηλά όλοι οι αντάρτες το σταθμό κα να αναλύσουμε το σχέδιο, να έχουν όλοι μια ιδέα τι θα γίνει, να μην πάμε νύχτα στα τυφλά.
Ο καιρός για την ώρα ήσυχος, γλυκός. Συννεφιά όμως και σημάδια ότι θα χαλούσε.
Τη στιγμή που φτάναμε στου Σταμάτη το Πτηνοτροφείο και θα αναμεράγαμε στα πουρνάρια να καθήσουμε, να μπροστά μας ο Βασίλης ο Καθούλης, ψηλός, νευρώδης, σβέλτος, ικανός και ψύχραιμος άνθρωπος. Ήταν υπεύθυνος της περιοχής. Ξεφύτρωσε σα να τον έβγαλε η γη και φαινόταν με το πρώτο σκληρός και οργισμένος. Ρώταγε στυφά: «Πού είναι το Αρχηγείο;».
Μας βρήκε.
― Πού πάτε; – στάθηκε μπροστά μας και μας είπε αυστηρά.
― Χα – έκαμα μέσα μου – αντιρρήσεις έχουμε.
Και μούρθε εκείνη τη στιγμή στο νου ότι πράγματι είμασταν εκτεθειμένοι: Είχαμε τελείως παραλείψει να συνεννοηθούμε με την οργάνωση.
― Γεια σου, Βασίλη – του είπαμε ρίχνοντάς το λίγο στο αστείο – τι συμβαίνει;
― Εγώ ρωτάω τι συμβαίνει! – είπε ανένδοτος αυτός.
Γελούσαμε αλλά αυτός δεν άλλαζε στάση. Το τμήμα όλο είχε σταθεί.
― Έχετε αντιρρήσεις για την επιχείρηση; – τον ρωτήσαμε τότε.
Μας κύτταζε συνοφρυωμένος.
― Αντιρρήσεις; – είπε. ― Καμμιά αντίρρηση δεν έχουμε. Αλλά έτσι, δε μας λογαριάζετε εμάς; Πού είναι συνεννόηση; Τι είμαστε εμείς εδώ; Δε σας νοιάζει τι μας βρίσκει; Τι δουλειά μπορεί να έχουμε κι εμείς; Να σας βοηθήσουμε στο κάτω-κάτω, μωρέ! Πού πάτε έτσι στα στραβά; Ποιος θα σας πει τι είναι και τι δεν είναι στο σταθμό;
Δεν κρατιόταν και τιναζόταν φουρκισμένος. Είχε δίκηο.
― Έλα να καθήσουμε να κουβεντιάσουμε – είπε ο Διαμαντής και καθήσαμε. Οι απόψεις του σήμαιναν αναβολή και σου κακοφαίνεται να τη σταματάς στη μέση μια δουλειά που ξεκίνησε και περπατάει.
― Αυτό σημαίνει να αναβάλουμε – του είπα.
― Και βέβαια! – είπε κοφτά. ― Γιατί να μην αναβάλετε;
Συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε την άλλη μέρα, το βράδυ στο ίδιο μέρος. Να μας είχαν και πληροφορίες. Και η μαχητική του Δαδιού να πήγαινε με τον Καλλία. Έφυγε και σύνδεσμος στο άλλο τμήμα να ειδοποιήσει για την αναβολή. Στείλαμε σε λίγο και δεύτερο σύνδεσμο, χώρια από τον πρώτον, νάμαστε πιο σίγουροι. Τους είπαμε και των δυο νάρθουν πίσω να μας αναφέρουν για να ξέρουμε. Γυρίσαμε κατόπιν πάλι στη Σουβάλα. Βαρετός ο δρόμος σε τέτοια γυρίσματα. Οι αντάρτες αποκαρδιώθηκαν, την είχαμε σαν τελειωμένη την επιχείρηση. Την ανάλυση ωστόσο στο σχέδιο την κάμαμε, βλέποντας το σταθμό.
Το άλλο βράδυ, νύχτα πια, φτάσαμε ξανά στο Πτηνοτροφείο. Μας περίμενε σύνδεσμος και μας είπε να ανεβούμε το Αρχηγείο στο σπίτι, μας περίμεναν οι συναγωνιστές του Δαδιού. Μοναχικό μέσα στην ερημιά, στεκόταν σιωπηλό ανάμεσα σε μικρές σεμνές μυγδαλιές το αχνό σπίτι, φιλικό και εγκάρδιο. Μπήκαμε μιλώντας σιγά. Και οι νοικοκυρέοι σιγανά μιλούσαν. Ας μην υπήρχε φόβος. Με μια αδύναμη λάμπα στη μέση στο τραπέζι και τα γελαστά τους πρόσωπα εναγύρω, μας περίμεναν μερικοί φίλοι. Σηκώθηκαν συγκινημένοι, αγκαλιαστήκαμε. Όλοι σχεδόν γνωστοί από παληά. Ο νοικοκύρης στο πόδι, αγωνιστής κι αυτός.
Μας είπανε οι συναγωνιστές τις πληροφορίες από το σταθμό, καταλεπτώς πού κοιμόνταν οι γερμανοί, πού εκτελούσαν υπηρεσία όσοι είναι βάρδια, ποιους δικούς μας μπορούμε να βρούμε. Πολύ καλή δουλειά, πάντοτε το Δαδί τέλειες δουλειές έκανε.
Βαθειά προχωρημένη νύχτα ξεκινήσαμε, κάμαμε ίσια κάτω όλα τα τμήματα και πέσαμε στον κάμπο. Στο ριζό έκαμε δεξιά ο Τρικούπης με τους δικούς του να κόψει το Δαδί. Οι υπόλοιποι περάσαμε στα Καλογερικά Δέντρα, διαβήκαμε κάθετα τη δημοσιά, και γραμμή για το σταθμό.
Είχε χαλάσει ο καιρός. Από τη βροχή ο κάμπος βαρύς, λάσπη πολλή. Ο ουρανός κατάμαυρος, κρέμονταν ως απάνω από τα κεφάλια μας νερουλιαστά σύννεφα. Ξεφτίδια όμως, δείγμα νέας αλλαγής του καιρού στο καλλίτερο. Μια βαθειά μουγγαμάρα στη φύση. Φτάσανε κοντά μας ένας-δυο θόρυβοι από το σταθμό, καθαροί, διάφανοι, σα να χαίρονταν εύθυμοι και ξένοιαστοι την άπλα και την ησυχία. Δεν είχε κίνηση στο σταθμό εκείνη την ώρα, αλλά τότε ήταν μεγάλος σταθμός το Δαδί και πάντα κάτι θα γινόταν. Διακόσια με διακόσια πενήντα βαγόνια μπορούσες να βρίσκεις κάθε φορά στις γραμμές του και πάνω από 12-15 ατμομηχανές, οι οχτώ πάντα σε ατμό. Ξεχώριζε αχνά κι ο όγκος του σταθμού, τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις, πάνω από τη μαύρη ισιάδα του κάμπου.
Βαδίζαμε αμίλητοι. Κανένα βήξιμο μόνο απ’ ανάμεσα, πνιχτό κι αυτό, και το αυτί τεντωμένο. Πάλι θυμήθηκα τα παληά. Από δω περνούσαμε πηγαίνοντας στις εκδρομές μας, μαθητές – φευγάτη εποχή.
Πεντακόσια-εφτακόσια μέτρα από το σταθμό δώσαμε διαταγή «αλτ!» κι άκουγες περπάτησε πνιχτά από στόμα σε στόμα, αλτ! αλτ! αλτ! Σταμάτησε η φάλαγγα. Άλλη μια διαταγή και οι ομάδες ήρθαν αθόρυβα σε παράταξη η μια δίπλα στην άλλη.
― Συναγωνιστές! – είπαμε αχνά. ― Θα γίνει τώρα εδώ η κατανομή στις αποστολές. Χωρίς φασαρία όμως. Να μη μιλάμε, για να συνεννοηθούμε γρήγορα, να τελειώνουμε.
― Όσοι είναι δαδιώτες! Να βγουν εδώ μπροστά!
Κάπου δέκα-δεκαπέντε σκιές ήρθαν αμίλητες και στάθηκαν μπροστά μας, παραδίπλα.
Αρχίσαμε κατόπιν να καλούμε ένα-ένα τμήμα. Για το μηχανοστάσιο τέσσερες-πέντε μόνο. (Ένας ή δυο γερμανοί ξενυχτούσαν εκεί). Για το γραφείο του σταθμάρχη άλλοι τέσσερες-πέντε. Για τους κοιτώνες των γερμανών, καμμιά δεκαριά-δεκαπέντε. Από 50-60 άντρες από δω κι από κει στο σταθμό για άμεση ασφάλεια. Άλλοι 60-70 στο δρόμο απ’ το Δαδί, μήπως δεν κρατήσει ο Τρικούπης. Περίσσευαν καμμιά διακοσαριά άντρες, τους κρατήσαμε εφεδρεία. Το πιο σίγουρο ήταν ότι δε θα χρειάζονταν αν πήγαινε καλά η δουλειά.
Φωνάξαμε τα μικρά τμήματα πρώτα, για μέσα στο σταθμό. Τους δίναμε κι από έναν οδηγό από τους δαδιώτες. Φωνάξαμε και την ομάδα που θα έμπαινε στους κοιτώνες των γερμανών, να τους αφοπλίσει (κοιμούνταν στο κεντρικό κτίριο στο απάνω πάτωμα).
― Έλα, συναγωνιστή, εσύ – είπα σ’ έναν από τους οδηγούς. Θα πας την ομάδα αυτή στο κεντρικό κτίριο του σταθμού.
Ήρθε κοντά μου ο συναγωνιστής αυτός, σα μουδιασμένος.
― Συναγωνιστή – μου λέει – δεν ξέρω πού είναι αυτό το κτίριο.
«Φοβήθηκε ο μπαγάσας! – είπα μέσα μου – ποιος να είναι;» κι έσκυβα να τον γνωρίσω.
― Δε ντρέπεσαι, συναγωνιστή – τον κατσάδιασα – δαδιώτης, και να λες δεν γνωρίζεις πού είναι το κεντρικό κτίριο του σταθμού;
Και τότε μου λέει αυτός:
― Δεν είμαι δαδιώτης, συναγωνιστή.
Ξαφνιάστηκα.
― Από πού είσαι; – τον ρώτησα. ― Εδώ είπαμε να βγούνε οι δαδιώτες.
― Εγώ είμαι από το Σερνικάκι – μου αποκρίθηκε.
― Πώς λέγεσαι, μωρέ, από το Σερνικάκι; – υποψιάστηκα με μιας κι έσκυψα ξανά πιο κοντά του.
― Παΐδας... – είπε δειλά.
― Βρε!! – του έκαμα έκπληκτος. ― Εσύ δεν είσαι που σου είπαμε δε σε δεχόμαστε στο Σερνικάκι; Από πού ξεφύτρωσες εδώ;
Δε μιλούσε.
― Έλα, συναγωνιστή εσύ! – είπα στον επόμενο δαδιώτη.
Ζύγωσε εκείνος. Ήταν ψηλός, ήσυχος. Έσκυψα κοντά του.
― Εσύ είσαι Λουκά; – ρώτησα. (Ο Κουγιάτσος).
― Εγώ, καπετάνιε – είπε μαλακά.
― Θα οδηγήσεις την ομάδα στο κεντρικό κτίριο.
― Εν τάξει. Εν τάξει.
Τελειώσαμε και με τις υπόλοιπες αποστολές και κάμαμε μια σύντομη ανακεφαλαίωση το σχέδιο ενέργειας:
Πρώτη μας δουλειά, οι γερμανοί που κοιμούνται. Αν είναι δυνατόν δίχως ντουφεκιά. Όποιος άλλος γερμανός βρεθεί πριν μπροστά μας ξαφνικά, θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε στο χέρι δίχως φασαρία. Αν μπαίνει τραίνο στο σταθμό πριν νάχουμε φτάσει δε θα το πειράξουμε, ούτε θα προχωρήσουμε. Θα περιμένουμε να φύγει πρώτα. Και αν αργεί θα έχουμε οπωσδήποτε επαφή με τη Διοίκηση για νέες διαταγές. Αν φτάσει τραίνο αφού θάχουμε μπει στο σταθμό, αυτό θα το χτυπήσουν τα τμήματα ασφαλείας. Αυτά, και δε θυμάμαι τι άλλο χρειάστηκε και είπαμε.
Και ξεκινήσαμε.
(σελ. 327-333, Τόμος Β΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
ΔΗΜ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ»
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43 (σε 3 συνέχειες)
Επεισόδιο 2ο
Φτάσαμε πίσω απ’ το σταθμό, στα πρώτα κτίρια. Μας ακολουθούσε η εφεδρεία. Οι ομάδες κρούσεως μπροστά πρέπει να είχανε μπει τώρα στα κτίρια και νάχαν αρχίσει τη δουλειά τους. Και για να μην ακούγεται άχνα καλά θα πήγαινε η δουλειά – σκεφτόμασταν αισιόδοξα.
Τότε ξαφνικά πλάκωσε ένα τραίνο από την ανωφέρεια της Λιλαίας. «Διάολε, αναποδιά!». Μας κυρίεψε ανησυχία. Με την ανηφόρα πούχει από κει το μέρος, ώσπου να το καλοπάρουμε είδηση πλάκωνε μέσα στο σταθμό ξεφυσώντας δυνατά. Ήταν η χειρότερη συγκυρία αυτό – ούτε είχαμε ούτε δεν είχαμε αρχίσει, τέτοια διαολοστιγμή! Και νάτο, ώσπου να το φοβηθούμε το κακό, άρχισε το πανδαιμόνιο. Οι μαχητικές από τις δυο Αγόριανες πούχαν πιάσει από κει πλάκωσαν να ρίχνουν. Άναψε ο τόπος. Άρχισαν αμέσως να πυροβολούν και πίσω μας, ολόκληρη η εφεδρεία. Έτσι στον αέρα! Αποπαλαβώσαμε. Γινόταν ένα φριχτό πανδαιμόνιο, ένας παραλογισμός δίχως όρια. Χτυπιόμασταν απ’ το κακό μας. Βάλαμε τα ρεκαλητά!
― Παύσατε πυρ! Παύσατε πυρ!
Άρπαξα τους σαλπιγκτές.
― Παύσατε πυρ! – τους έμπηξα τις φωνές.
Κι άρχισαν και οι σαλπιγκτές και γινόταν ανάστα ο Κύριος. Ούτε με τις σάλπιγγες δε βγήκε τίποτα. Γυρίσαμε κι όσοι ήσαν γύρω μας ορμούσαμε μανιασμένοι απάνω σ’ όσους πυροβολούσαν, φωνές, σπρωξίδι, βλαστήμιες, κι από τον ένανε στον άλλον, γύριζαν κι εκείνοι στους παραπέρα και τρομάξαμε να πάρει καμμιά φορά τέλος εκείνο το κακό. Μαλλιά κουβάρια γίναμε.
Το τραίνο στο μεταξύ είχε μπει. Δε φαινόταν όμως τραίνο πραγματικό. Ήρθε από μέσα απ’ το σταθμό τρέχοντας ένας.
― Είναι μόνο μια μηχανή με κάνα-δυο βαγόνια! – είπε. ― Στάθηκε και καμμιά κίνηση δε φαίνεται!
― Χα! – πετάχτηκαν δίπλα μας οι τρεις συναγωνιστές μας οι σιδηροδρομικοί – θα είναι το συνεργείο της γραμμής. Δεν είναι τίποτα.
― Τώρα, χέσε μέσα! – είπαμε. ― Συνεργείο και πράσινα άλογα.
Προχωρήσαμε τρέχοντας το αρχηγείο μέσα στο σταθμό. Και μια ομάδα μαζί μας. Αφήσαμε την άλλη εφεδρεία να καλύπτεται στα πίσω κτίρια.
Βγήκαμε προφυλακτικά στο μπροστινό μέρος του σταθμού. Πέφτανε πυκνοί πυροβολισμοί. Προπαντός απάνω στο κεντρικό κτίριο. Κάποιοι έρχονταν τρέχοντας και από το μηχανοστάσιο.
― Αλτ! – φώναξα.
― Εμείς είμαστε, καπετάνιε! – είπαν.
― Τραυματίστηκε ο τάδε! Πριν προλάβουμε να φτάσουμε πέσαν οι πυροβολισμοί και χάλασε η δουλειά. Κρύφτηκαν οι γερμανοί και μας χτύπησαν.
Δε θυμάμαι ποιον μούπαν ότι τραυματίστηκε.
― Πολύ μωρέ; – ρώτησα.
― Όχι, λίγο, στο χέρι – αποκρίθηκαν.
― Και με τους γερμανούς;
― Πάνε αυτοί! Ξεμπέρδεψαν!
Έρχονταν κι άλλοι. Όλοι πηλαλώντας, λαχανιασμένοι κι αλαφιασμένοι. Και η συνεννόηση μεταξύ μας με φωνές άγριες.
Δε φαινόταν να μας εμποδίζει τίποτα στην κίνησή μας μέσα στο σταθμό. Έπρεπε να βιαστούμε για τα βαγόνια και τις μηχανές. Μες στη φασαρία χάσαμε και τους τρεις αντάρτες σιδηροδρομικούς. Βάλαμε τις φωνές να τους βρούμε κι ήρθαν τρέχοντας λαχανιασμένοι.
― Γρήγορα! – τους λέμε.
Έτρεχαν να ξαναφύγουν. Λέγανε μεταξύ τους. «Από δω, Ξάνθο! Από δω να αρχίσουμε, Κίμωνα!».
― Σταθείτε! – τους φώναξα. ― Θα διώξουμε όσο γίνεται πιο πολλά βαγόνια με όσο γίνεται πιο λίγες μηχανές. Το μηχανοστάσιο θα το καταστρέψουμε με βαγόνια. Όχι με μηχανές. Και την περιστροφική πλάκα κι αυτή το ίδιο. Θα τη φέρετε λοξά και θα ρίξετε απάνω με μεγάλη ορμή ένα-δυο βαγόνια.
― Δε θα της κάμουν τίποτα τα βαγόνια, καπετάνιε – είπαν οι συναγωνιστές. ― Μηχανή θα ρίξουμε στην πλάκα.
― Δε θα χαλάσουμε όμως έτσι τη μηχανή όσο πρέπει – τους έφερα αντίρρηση.
Διστάζανε αν μπορούσε να γίνει με βαγόνια.
― Καλά – τους φώναξα – κάμετε όπως καταλαβαίνετε. Οι μηχανές όμως, θέλουμε να διαλυθούν τελείως.
Χοροπατούσανε να φύγουν. Υπήρχε όμως κάτι ακόμα.
― Αυτή τη μηχανή που ήρθε τώρα και μας αναστάτωσε, τρέξτε να τη βγάλετε προς τη Λιλαία. Και να την κρατάτε με ατμό. Όπου κι αν είστε, μόλις ακούσ’τε να σα φωνάζουν ότι φάνηκαν ενισχύσεις από τη Λιλαία, θα τρέξετε να την ετοιμάσ’τε και θα την εξαποστείλουμε ολοταχώς στην κατωφέρεια να πέσει απάνω στο τραίνο με τις ενισχύσεις.
Τρέξανε πρώτα από κει, ανέβηκε απάνω ένας, οι άλλοι φώναζαν και τον οδηγούσαν. Φύσηξε αμέσως η παληομηχανή και σούρθηκε πίσω, έξω απ’ το σταθμό.
Ύστερα γύρισαν οι τρεις συναγωνιστές. Πέρασαν μπροστά μου τρεχάτοι για την άλλη δουλειά που τους περίμενε.
Σιγά-σιγά γέμισε αντάρτες μπροστά ο σταθμός. Άλλοι μένανε ανάμεσα στα δυο ψηλά κτίρια, κολλημένοι αραδιαστά με τον ώμο στους τοίχους κι άγρυπνοι. Ξεμύτισαν περίεργοι.
Απάνω στο κεντρικό κτίριο, πάψανε οι πυροβολισμοί. Είδα συγκέντρωση στην είσοδο, δέκα-δεκαπέντε αντάρτες. Έτρεξα εκεί. Γνώρισα τον Μπρωφ απ’ τη φωνή του κι έλεγε αλαφιασμένος:
― Δεν προλάβαμε. Με το πατατράκ τούς βρήκαμε και μας περίμεναν. Μας φαρμακώσανε οι π.....!... Τώρα έχουν πιάσει κι από δω, την κουζίνα, είναι κολλημένοι στους τοίχους και δε μπορείς να ξεμυτίσεις.
― Μην κάθεστε έτσι μια τούμπα εδώ! – φώναξα. Και γύρισαν σε μένα όλοι. Είδα στη μέση της συντροφιάς το Διαμαντή.
― Ανοιχτείτε! – ξαναείπα. ― Τα παράθυρα από πάνω είναι επικίνδυνα.
Ξάφνου βόγγηξε και κουνήθηκε από μέσα όλο το κτίριο. Μπαταριές πολλές απάνω κι αναστατωθήκαμε.
Ακούστηκαν υπόκωφα να κυλάνε τα πρώτα βαγόνια, τρακαρίσματα, φωνές. Οι τρεις συναγωνιστές δένανε τα τραίνα φαντάσματα. Ο ένας φώναζε από τη μηχανή. Οι άλλοι τρέχοντας δένανε βαγόνια, ύστερα ανέβαιναν, έλυναν τα φρένα, φώναζαν κι αυτοί «έτοιμοοος!». Κι άρχιζε η μηχανή μπροστά δυνατά ξεφυσητά «και κουφ-κουφ-κουφ - και κουφ-κουφ-κουφ». Όλο και πιο γρήγορα. Και πίσω απ’ τη μηχανή ξεκίναγαν σεμνά-σεμνά, σαν υπάκουες δεσποινιδούλες, τα βαγόνια – μακρυά σειρά. Σε λίγο όλα παίρναν φόρα, γίνονταν ένα βέλος που ορμούσε έξω απ’ το σταθμό κι έμενε ο τόπος άδειος. Πήδησε κάτω ο συναγωνιστής από τη μηχανή, σάρκαζε και χωράτευε «χάι-χάι, ώρα καλήη! ώρα καλήη! Στο καλό, και χαιρετίσματάαα!». Και, πάει, το πρώτο τραίνο, χάθηκε στο χάος της νύχτας. Ύστερα οι τρεις γύρισαν πάλι τρέχοντας κι άρχισαν να φκιάνουν άλλο τραίνο φάντασμα. Μπήκε πλέον στη σειρά της αυτή η δουλειά.
Από μακρυά είδα, έβγαινε από μια πόρτα πηχτός καπνός, κατάμαυρος. Ήταν το Σταθμαρχείο εκεί.
― Τι διάολο – αιφνιδιάστηκα – ποιος τους είπε κι έβαλαν φωτιά.
Κι έτρεξα. Μόλις βρέθηκα μπροστά στην πόρτα, κοκκάλωσα. Είδα το Φαρδέλλα, στραβοπόδη, κοντουλό, με το ντουλαμά του και τις αστείες του ζωηρούτσικες κινήσεις (της παληάς παρέας του Αργύρη του Βελέντζα). Είχε στριμώξει σε μια γωνιά πέντε-δέκα σιδηροδρομικούς. Εκείνοι είχαν τραβήξει μπροστά τους διαγώνια ένα μακρύ τραπέζι να προστατευτούν. Είχε γκρεμιστεί κι η σόμπα του γραφείου. Ο Φαρδέλλας, δεν τους έφτανε αλλοιώς, είχε αρπάξει το μπουρί της σόμπας, τόφερε μια-δυο φορές στα κεφάλια των σιδηροδρομικών, κάηκαν όμως τα χέρια του. «Τα καντήλια σου!» το βλαστήμησε και το πέταξε. Τράβηξε τη μαχαίρα του και άπλωνε πάνω από το τραπέζι, κοντουλός όμως και δεν έφτανε, χτυπούσε στον αέρα να τους φτάσει (αλλά με τον τσίτσικα του μαχαιριού, όχι με την κόψη). Εκείνοι, έντρομοι οι άνθρωποι, σήκωναν να φυλαχτούν τα χέρια και του φώναζαν:
― Μήη! Μη, συναγωνιστή! Είμαστε Έλληνες κι εμείς!
― Κερατάδες! – έτριζε τα δόντια του ο Φαρδέλλας. ― Εμένα θα γελάσετε; Αφού είσαστε Έλληνες, πούναι η Ελλάδα που έχετε στο καπέλλο σας; Άα;
Όρμησα. Του άρπαξα το χέρι.
― Ρε Φαρδέλλα! – έμπηξα φωνή και τον τράβηξα πίσω.
Γύρισε αυτός.
― Έλα, καπετάνιε! – λέει θριαμβευτής. ― Τήρα τους, εδώ τους έχω!
― Σώσε μας, καπετάνιε! – φώναζαν οι σιδηροδρομικοί αναθαρρημένοι.
― Βρε Φαρδέλλα! Είναι Έλληνες αυτοί. Δικοί μας! Άσε τους ανθρώπους!
Τάχασε ο Φαρδέλλας.
― Τι δικοί μας, μωρέ καπετάνιε – μου κάνει. ― Δεν λέπ’ς, πλάκα τα γαλόνια οι κιαρατάδες!
Γέλασαν κι αυτοί. Είχανε χλωμιάσει οι περισσότεροι. Τους γύρεψα συγγνώμην και τους σύστησα να μη βγούνε έξω ώσπου να τελειώσουμε. Γύρισα να φύγω. Ο Φαρδέλλας τράβαγε να βγει απ’ το γραφείο. Κοντοστάθηκε σκυφτός στην πόρτα κι έβαζε στη θήκη τη χατζάρα του. Παραπάτησε λιγάκι να πετύχει τη σκισμή της θήκης και μόλις τέλειωσε κι ορθώθηκε αστείος έξω από την πόρτα, τον βλέπω, σα να τάχασε. Κάτι του συνέβαινε, πήγε κι ήρθε το κορμί του πέρα-δώθε σαν ακυβέρνητο κι άπλωνε τα χέρια του να κρατηθεί. Μπροστά μας λίγα μέτρα, στην πρώτη γραμμή είχε να κυλάει μαλακά άλλο τραίνο φάντασμα. Τα βαγόνια παίρνανε ταχύτητα. Τρόμαξε ο Φαρδέλλας, ότι φεύγει ο τόπος. Ύστερα κατάλαβε τι είναι. Έσυρε ψιλή φωνή:
― Έεεεεε! Ποιος κυλάει τα μαγγούνιααα, ρέεε;
Άλλοι αντάρτες έξω, λιγωθήκαμε στα γέλια.
― Έλα μαζί μου, Φαρδέλλα – του είπα. ― Έχουν δουλειά τα μαγγούνια που κυλάνε.
Έτρεξα ξανά μπροστά στο κεντρικό κτίριο.
― Πως πάμε; – ρώτησα.
― Τίποτα! Τίποτα ακόμα! – είπε ανήσυχος ένας.
Σκεφτόμουν να βάζαμε φωτιά.
Έβγαινε εκείνη τη στιγμή πάλι ο Μπρωφ, αλαφιασμένος. Τίναζε ολόρθο το κεφάλι του πέρα-δώθε, όλο έτσι έκανε άμα ξέμπλεκε από δύσκολη κατάσταση. Και τον έπιανε λογοδιάρροια.
― Σαν οχιές παραφυλάνε, οι μπάσταρδοι. Λέσια ένας-δυο δικοί μας στην κορφή στη σκάλα. Ο Λουκάς, τον έφαγαν! Είναι κι άλλος ένας.
Τιναχτήκαμε. Ο Λουκάς Κουγιάτσος σκοτωμένος! Τον σκέφτηκα αμέσως την ώρα πούπε στη Σουβάλα γελαστός «με θέλετε κι εμένα;». Αγανάχτησα με τη μπαμπεσιά της τύχης, χτες να τον γλυτώσει, σήμερα να τον σκοτώνει. Πάει ο Λουκάς, λοιπόν!...
― Τώρα, τι κάνετε; Είναι κανένας απάνω; Τι λες πρέπει να γίνει; – γύρισα την αγανάκτησή μου στο Μπρωφ.
― Μπήκε κι ανεβαίνει ο Διαμαντής! – μου είπαν μ’ ένα φοβισμένο αλάφιασμα οι άλλοι.
Αναστατώθηκα, ότι θα πήγαινε χαμένος και δεν έπρεπε να κινδυνέψει. Σκέφτηκα να τον φωνάξω να γυρίσει αλλά φοβήθηκα πως θάταν χειρότερα. Μπήκα αθόρυβα στη σκοτεινή είσοδο. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μόνο κάτι αδιόρατα, ύποπτα ελαφρά σουρσίματα.
― Η φωτιά! – είπα – η φωτιά θα καθαρίσει την κατάσταση. Αρκετά πληρώσαμε εδώ.
Ξαναβγήκα έξω περιμένοντας.
Ξάφνου κάποιος έβγαινε απ’ τη μαύρη τρύπα ήταν η πόρτα.
Πέσαμε όλοι απάνω του να μάθουμε νεώτερα.
― Ο Πλάτανος! Ο Πλάτανος, τραυματισμένος! – είπανε οι αντάρτες.
Έβγαινε όμως όρθιος.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το Δαδί μεγάλος πάταγος. Ήρθαν τρέχοντας αντάρτες απόξω να μας το πουν. Έτρεξα κι ο ίδιος έξω. Γινόταν γερό πανηγύρι εκεί πάνω. Είχαν αρπαχτεί παλαβά. «Θα κρατήσει άραγε ο Τρικούπης;» είπα. Έδωσα διαταγή να ενισχυθεί το δικό μας τμήμα που μας κάλυπτε από το Δαδί. Κι ένα άλλο ανοίχτηκε δεξιώτερα να καλύπτει το σταθμό και από το μέρος πούχαμε έρθει.
Γύρισα κατόπιν μέσα. Από το μηχανοστάσιο ακούγονταν φωνές. Έτρεξα εκεί. Μαζί μου πάντοτε ο Ατρόμητος, ο Καναβίδης, ο Βαρδουσάκος. Είδαμε τον όγκο μιας μηχανής που ορμούσε ίσια μέσα στο μηχανοστάσιο. Από μπροστά είναι ολάνοιχτο το μηχανοστάσιο. Τα μηχανήματα είναι στον τοίχο στο βάθος. Αυτόν τον τοίχο θέλαμε να γκρεμίσουμε.
Εξοργίστηκα. Είδα την πίσω μηχανή, πούχε δώσει ορμή στην πρώτη, έκανε κράτει. Και η πρώτη ορμούσε μοναχή της μέσα στο μηχανοστάσιο.
― Κίμωναα! Ξάνθοο! – έμπηξα φωνές. ― Δε σας είπα με βαγόνια το μηχανοστάσιοο! – και τους βλαστημούσα.
Δε μου αποκρίθηκε κανείς. Η ογκώδης μηχανή όρμησε μπροστά μας, χάθηκε στη μαύρη τρύπα που ήταν το μηχανοστάσιο και αμέσως ένας κούφιος τρανταμός ακούστηκε και γκρεμίσματα, κακό. Βγήκε η μηχανή στον κήπο πίσω απ’ το μηχανοστάσιο μ’ ένα τερατώδες ρύγχος. Διαλύθηκε ο τοίχος στο βάθος.
Η άλλη μηχανή τραβιόταν πίσω, μάκραινε προς το κλειδί ν’ αλλάξει γραμμή. Φωνάζοντας συνεννοήθηκαν ότι άνοιξε η άλλη γραμμή κι έμπαινε ξανά η μηχανή. Πήρε άλλη μια σειρά βαγόνια κι όρμησε μπροστά.
Γυρίζαμε κι εμείς προς τα κεντρικά κτίρια πάλι. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε φασαρία από κει, δυνατές φωνές, και κάποιος έτρεχε αλαλιασμένος προς το μέρος μας, μια σκιά σα βέλος μπρος μας και τα χάσαμε.
― Πιάστε τον ! Πιάστε τον! – κραύγαζε ένας άλλος από πίσω. ― Το νου σας! Μη χτυπήσετε εμένα!
― Ορέ! – πετάχτηκε ο Καναβίδης. ― Αυτός είναι ο μπαρμπα-Νίκος! (αυτός που φώναζε).
Πράγματι, ήταν ο πατέρας μου.
Τραβηχτήκαμε γοργά στο λάκκο που υπάρχει σε κάθε σταθμό στη γραμμή μπρος στο μηχανοστάσιο. Σηκώσαμε τα όπλα και σκοπεύσαμε τη μπροστινή σκιά, πέρασε ο δόλιος τρέχοντας μπροστά μας, βογγώντας όλο αγωνία. σαν ικετεύοντας την τύχη του να γλυτώσει. Έφτανε από πίσω κι ο πατέρας με την ηχηρή φωνάρα του. Τούφευγε ο γερμανός. Γονάτισε τότε και σημάδεψε. Σημάδευα κι εγώ – «αφήστε τον σε μένα!» είπα στα παιδιά. Η κάνη μου παρακολούθησε λιγάκι τη σκιά.
― Το νου σου, καπετάνιε! Απέναντι! – αναπήδησαν να με συγκρατήσουν δίπλα μου οι άλλοι.
Ήταν φόβος να χτυπήσω κανέναν δικό μας, απέναντί μας, που ήταν το καινούριο τραίνο που ετοίμαζαν οι αντάρτες σιδηροδρομικοί. Και κρατήθηκα.
Τότε το βρόντηξε ο πατέρας.
― Χα, τον κερατά! – έκαμε μονολογώντας απογοητευμένος ότι δεν τον πέτυχε και πετάχτηκε ξανά ορθός.
Πάνω που προσπέρασε ο γερμανός από την επικίνδυνη ζώνη και θα τον πυροβολούσα κι εγώ, τον κατάπιε το σκοτάδι και τον έχασα. Τότε ακούμε μια ριπή από τη μηχανή του τραίνου και αμέσως ένα σώριασμα.
― Έλα πάρ’ τον, μπαρμπα-Νίκο – φώναζε σαρκάζοντας ο συναγωνιστής από τη μηχανή. ― Με τα ιταίρια του ο φιλαράκος!
― Α-χά, αλάλαξε χαρούμενος ο πατέρας.
Φώναξα δυνατά:
― Έχετε το νου σας να μην είναι τραυματίας!
Αλλά τον είχε λιανίσει η ριπή. Κρίμα την αγωνία του ο φουκαράς!
Ανεβήκαμε τρέχοντας προς τα κεντρικά κτίρια. Είχαν ξεμπερδέψει και κει. Είχε ανεβεί με προσοχή ο Διαμαντής, πήρε πρώτα απαλά τους σκοτωμένους στον ώμο του και τους κατέβασε έναν-έναν. Ύστερα ανέβηκε ξανά, κοπάνησε των γερμανών μια χειροβομβίδα. Και δεύτερη! Και τρίτη! Και μπουκάρισε με άλλους δυο-τρεις ακόμα μέσα στα δωμάτιά τους γαζώνοντας κι οι τρεις πάτωμα, γωνιές και τοίχους. Τους εξόντωσαν τους γερμανούς. Κατέβασαν και δυο-τρεις αιχμαλώτους.
― Δόξα σοι Ο Θεός! – έλεγα με δέος μέσα μου, ότι δεν είχε πάθει τίποτα.
Βρήκαμε ένα πένθος φτάνοντας.
― Τι έγινε; – ρωτήσαμε.
― Ο Λουκάς ο Κουγιάτσος – είπαν. ― Και ο Παΐδας...
― Κι ο Παΐδας! – αναπήδησα.
― Τι λες μωρέ! – έκαμε αναστατωμένος κι ο πατέρας.
«Κύτταξε διπλό παιγνίδι η τύχη» – έλεγα μέσα μου φαρμακωμένος.
Όπως στέκονταν, είχανε στη μέση τους ένα γερμανό. Πεσμένος κάτω, έμενε ακίνητος, σα σωρός αποσπονδυλωμένη σάρκα.
― Κάνει τον ψόφιο κοριό τώρα ο τσόγλανος! – έλεγε με άχτι ένας αντάρτης.
― Τι τον φυλάτε ακόμα ρε, τον κερατά! – είπε ένας άλλος και όρμησε στη μέση, κάρφωσε το όπλο του στο γερμανό και πριν προλάβουμε να καταλάβουμε πάτησε τη σκανδάλη. Αλλά η σφαίρα του δεν έπιασε. Όπλισε και ξανάρριξε με άλλη. Αλλά κι αυτή δεν έπιασε. Λύσσαξε ο αντάρτης, ξαναγέμισε και τρίτη δόση. Ο κύκλος οι αντάρτες είχαν ανοιχτεί. Πάλι και η τρίτη σφαίρα δεν έπιασε! Βλαστήμησε σταυροπαναγίες ο αντάρτης. Και τότε ο ψόφιος γερμανός κάνει ένα τίναγμα σαν ελατήριο – χαμένος και χαμένος – και χύθηκε ανάμεσα από τους αντάρτες, τον χάσαμε.
― Βρε τον κερατά! – μείναμε όλοι άναυδοι.
Χίμηξαν κοντά του οι αντάρτες και τον άρπαξαν από το σβέρκο παραπέρα.
Από το Δαδί, ησυχία. Από ώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε είχε φανεί καμμιά κίνηση.
― Πρέπει να τους γύρισε πίσω ο Τρικούπης – λέγαμε και βιαζόμασταν μ’ όλα αυτά να τελειώσουμε.
Και σχεδόν είχαμε πλέον τελειώσει. Βαγόνι δε φαινόταν στο σταθμό. Ούτε μηχανή.
Έμενε μόνο η μηχανή με τα δυο βαγόνια, αυτή πούχαμε έτοιμη να την εξαπολύσουμε για τη Λιλαία αν έρχονταν ενισχύσεις. Φώναξα στον Κίμωνα:
― Διώξτε τώρα κι αυτή!
Κι ο Καναβίδης με το Δρόσο, παληοί στρατιώτες του μηχανικού που ξέραν από εκρηκτικά, έτρεξαν με κάνα-δυο ακόμα στην υδατοδεξαμενή να την ανατινάξουν.
Είχαμε μαζεμένους και τους αιχμαλώτους, 9 όλους-όλους. Οι άλλοι γερμανοί της φρουράς, όλοι γενικώς νεκροί. Φύγανε και οι σύνδεσμοι να ανακαλέσουν τα τμήματα από τις διάφορες θέσεις.
Ήρθε τρέχοντας ο Καναβίδης.
― Ζήτημα – μου λέει – να πέσει η δεξαμενή. Δε βγαίνουν τα εκρηκτικά. Το ένα πόδι της το τινάζουμε σίγουρα. Για το δεύτερο ζήτημα είναι.
― Τώρα μου τα λες! – τούβαλα τις φωνές.
― Και τι σου φταίω εγώ – είπε αυτός.
― Ποιος φταίει τότε. Να μας τάλεγες πριν έρθουμε.
― Τόπαμε στους εγγλέζους και είπαν δεν είχαν άλλα.
― Κάπου ίσως βρίσκαμε. Κάντε ό,τι γίνεται τώρα, να τελειώνουμε.
Συναντηθήκαμε ο Διαμαντής, ο Θησέας κι εγώ.
― Θα βάλουμε φωτιά στα κτίρια; – ρωτηθήκαμε.
Αποφασίσαμε στο πόδι, όχι! Στα κτίρια έμεναν και Έλληνες υπάλληλοι., είχαν τα πράγματά τους.
― Δεν βγαίνει και τίποτα να κάψουμε ένα-δυο κτίρια – είπαμε.
Τότε βλέπουμε άναυδοι τη μηχανή με τα δυο βαγόνια, άρχισε τα ξεφυσητά της, τίναξε και κάμποσα σύννεφα καπνό ψηλά και όρμησε προς τη Λιλαία, την κατάπιε το σκοτάδι. Πετάχτηκα κι έτρεχα φωνάζοντας, δεν πρόλαβα όμως τίποτα. Έφευγε βουίζοντας σαν αφηνιασμένο το κολοβό τραίνο. Ερχόταν με μακάρια ικανοποίηση ο συναγωνιστής που το είχε εξαποστείλει. Ρίχτηκα επάνω του.
― Μωρέ, ποιος σούπε να το διώξεις από κει;
― Πού να το διώξω; – αιφνιδιάστηκε αυτός μουδιασμένος.
― Πού θα πάει τώρα αυτό; – του φώναζα. ― Θα καταστραφεί ή θα κάμεις δώρο μια μηχανή και τρία βαγόνια στους γερμανούς;
Είχαν έρθει κι άλλοι.
― Μπα – είπε ένας – πάει αυτή, τη χάσαμε. Θα φτάσει ως τα μισά στο Μπράλλο και θα γυρίσει λίγο πίσω, θα ξαναπάει λίγο μπροστά, όσο είναι η φόρα της, και θα σταματήσει απείραχτη.
Κι αλήθεια. Μας λέγανε την άλλη μέρα, είχανε ξυπνήσει με τη μάχη οι σιδηροδρομικοί στο σταθμό της Λιλαίας κι αγναντεύανε το σταθμό του Δαδιού. Είδανε τότε μια τρελή μηχανή με δυο βαγόνια, πέρασαν αστραπή μπροστά τους και τάχασαν.
(σελ. 333-340, Τόμος Β΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
Μάχη του Δαδιού, 14 - 4 - 43 (σε 3 συνέχειες)
Επεισόδιο 3ο
Φεύγαμε. Μαζεύονταν τα τμήματα στο πίσω μέρος του σταθμού να ξεκινήσουμε. Ξάφνου ακούσαμε τις φωνές των σαμποτέρ.
― Βάρδααα! Βάρδα φουρνέλλοοο!
Καλυφθήκαμε και το καλαμπούριζαν οι αντάρτες το «βάρδα φουρνέλλο». Τότε άστραψε μια μεγάλη αναλαμπή κι αναταράχτηκε ο κάμπος όλος. Σα να αναστέναξε η γη. Μούγκριζαν ώρα γύρω τα βουνά.
Η δεξαμενή όμως δεν έπεσε. Ήρθε σε λίγο ο Καναβίδης.
― Δεν έπεσε – μας είπε άκεφος – ας πούμε μόνο να είναι άχρηστη.
Τότε ακούστηκε ένα μπού-ου-ουμ από το Δαδί και σε λίγο σα να έπεσε ένας οργισμένος κεραυνός διακόσια με τριακόσια μέτρα πιο μπροστά μας κι αριστερά, σχεδόν απάνω από κει που θα φεύγαμε. Και αμέσως κι άλλος, κι άλλος τέτοιος κεραυνός.
― Όλμοι! – είπαμε.
Μας είχαν αρχίσει με όλμους.
Κάμαμε λίγο χαμηλότερα. Έρχονταν τα βλήματα το ένα κοντά στο άλλο. Έσκαγαν όμως όλοι στο ίδιο μέρος, δεν τους περπάταγαν οι ανόητοι. Και πέρασε βιαστική, δίχως τίποτα η φάλαγγα. Διαβήκαμε πέρα στα Καλογερικά Δέντρα κι ακόμα οι όλμοι πέφτανε στο γάμο του Καραγκιόζη.
Συνεννοηθήκαμε το αρχηγείο, έφυγε μπροστά ο Θησέας να σιγουρέψει την πορεία μας, ώσπου να πιάσουμε την πλαγιά στα Ισιώματα. Ο Διαμαντής κι εγώ μείναμε με τους τελευταίους.
Εκεί που ξεκινάγαμε τα τμήματα, το ένα κοντά στ’ άλλο, ήρθε ο Μπρωφ.
― Είναι εδώ οι Πολιτικαίοι – μας είπε (και θυμήθηκα τ’ αδέρφια τους εμπόρους του Δαδιού, συμπαθείς άνθρωποι, δουλευτάδες. Είχα δει και το γάμο του ενός, όταν ήμουν μαθητής ακόμα, ωραίος γάμος, κι έλεγα «ευτυχισμένος άνθρωπος»).
― Πήγαιναν στην Αθήνα να ψωνίσουν – έλεγε ο Μπρωφ – κι έχουνε μαζί τους κάνα-δυο βαλίτσες με λεφτά. Με ρωτάνε τι να κάμουν, αν είναι ασφαλισμένα νάρθουν μαζί μας.
― Δηλαδή τα λεπτά τους αν είναι ασφαλισμένα; – ρώτησα.
― Ναι! – είπε ο Μπρωφ χοντρά-χοντρά όπως τα έλεγε.
― Και τι τους είπες εσύ;
― Νάρθουν μαζί μας τους είπα, τι τους είπα.
― Λοιπόν – έκαμα και είχα πειραχτεί – εσύ δεν ξέρεις αν είναι ασφαλισμένοι; Αν δεν καταλαβαίνουν οι ίδιοι ασφαλισμένοι να μη ρωτάνε. Ας κάμουν όπως θέλουν. Μόνο πες τους ότι υπάρχουν και ωραιότερα πράγματα απ’ τα λεπτά τους.
Εκείνη τη στιγμή άρχισαν ν’ ακούονται, ερχόνταν μέσα από τη γη, μακρυνοί υπόκωφοι τρανταγμοί. Σταθήκαμε σαστισμένοι και κρατώντας την ανάσα μας. Φαίνονταν κι αναλαμπές, βαθειά πίσω απ’ τον Καλλίδρομο, σα να αλειβόταν ξάφνου φωτιά ο ουρανός εκείνο το κομμάτι. Ανάκατα με τις αναλαμπές έρχονταν και οι βροντές.
― Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι εκεί – είπε ένας.
― Άγιος Κωνσταντίνος ή Εύβοια – συμπληρώνανε άλλοι.
― Πάντως κάτι τρέχει.
Και αλήθεια, έτρεχε. Δίνανε το ίδιο βράδυ τη μάχη στον Άγιο Κωνσταντίνο το Αρχηγείο Λοκρίδας. Αμφίβια μάχη. Ο Λοκρός, ο Μυλωνάς, ο Καραλίβανος, ο Μελάς, ο Πλάτωνας. Λοκρός ήταν ο Σωτήρης Τσιτσιπής. Δυο-τρεις μέρες πριν, είχε πάει και κατατάχθηκε στο Αρχηγείο Λοκρίδας. Κάμανε γιουρούσι και στη θάλασσα και πάτησαν ένα πλεούμενο εξοπλισμένο των γερμανών. Τα μάθαμε σε δυο-τρεις μέρες.
Προχωρούσαμε καλά. Σφίχτηκα να πάω μπροστά. Περάσαμε τη δημοσιά και τα Καλογερικά Δέντρα κι αυτή την ώρα χάραζε η μέρα. Μια συννεφιασμένη, γκρίζα ημέρα. Όλο ακεφιά. Ήσυχη όμως. Η κούραση κι η λύπη μας για τους σκοτωμένους κρέμονταν ολούθε.
Πιάναμε την πλαγιά, σκόρπιοι μέσα στα στρωτά πουρνάρια. Δεν ήταν πλέον κίνδυνος.
― Με τον Τρικούπη, τι έγινε; – ρώτησα μια παρέα μπροστινούς πούχαν σταθεί.
― Μπροστά, μπροστά είναι! – μου είπαν χαρωπά.
― Μάθατε; Τι έγινε μ’ αυτούς;
― Έχουν έναν αγνοούμενο.
Φαινόταν από μακρυά η συνοδεία που ανέβαζαν τους σκοτωμένους. Και τους έφτασα. Τους κουβαλούσαν στα χέρια. Παραλέκατο πράγμα ο σκοτωμένος άνθρωπος – ήσαν ξυλωμένοι, αλύγιστοι, πεσμένα πίσω τα κεφάλια τους, αλλά κοκκαλωμένα, τεντωμένοι οι λαιμοί τους. Εκείνο το παλληκαράκι ο Παΐδας, σαν παιδί που κοιμόταν. Ο Κουγιάτσος, βαρύς και μακρύς-μακρύς τους είχε τελέψει αυτούς που τον κουβαλούσαν.
Κάποιος αντάρτης στεκόταν και με κύτταζε.
― Βρε Πλάτανε! – έκαμα μόλις τον είδα. ― Πώς είσαι;
Ήταν ο τραυματίας.
Χαμογέλασε αλλόκοτα, η μια του η μασέλα φούσκωσε πολύ ανάμεσα σαγόνι και αυτί, το κάτω μέρος.
― Καλά είμαι – μούπε. ― Νάτηνε πού στάθηκε.
Και πασπάτευε το πρήξιμο.
― Σφαίρα είναι μέσα! – έκαμα.
― Σφαίρα, σφαίρα!...
Τόπιασα κι εγώ. Πραγματικά ήταν σφαίρα κι είχε σταθεί στα μαλακά. Έπαιζε πέρα-δώθε όπως τη ζουλούσα και κάπως λιγοψυχούσες, να πασπατεύεις μια σφαίρα σφηνωμένη μέσα στην ανθρώπινη σάρκα.
― Πώς έγινε αυτό το παράξενο;
Εκείνος χαμογελούσε. Από την πληγή, λίγα αίματα είχανε τρέξει στα ρούχα, στο στήθος του. Ένας είπε:
― Πρέπει να αποστρακίστηκε. Αν την έτρωγε κατ’ ευθείαν, χαιρέτα μου τον πλάτανο, Πλάτανε.
Και γελάσαμε.
Ανέβαιναν πιο πέρα και οι αιχμάλωτοι. Πήγα κοντά τους, στάθηκα και τους περιεργαζόμουν. Είχαν ακόμα στα μάτια τους και στις ξασπρουλές φάτσες τους το ξαφνικό που τους είχε βρει. Κύτταζαν σα χαζεμένοι. Ένας παχουλός, σαρανταπεντάρης, ροδοκόκκινος. Είχαν μεγαλώσει ξαφνικά τα γένια του, άσπρα γένια, και γίνονταν χιονάτα τα ροδαλά μάγουλά του. Οι υπόλοιποι νεώτεροι.
Παραπάνω βρήκαμε και τον Τρικούπη. Μας περίμεναν. Το τμήμα σκόρπιο κάθονταν μέσα στα πουρνάρια. Φουρκίστηκα γιατί δεν ήταν εκεί η θέση τους, νάχουν φτάσει πριν από μας.
― Εκεί έπρεπε να είστε! – του είπα δείχνοντας τους λόφους προς το Δαδί.
Μας είπανε και τα δικά τους νέα. Κάτι δεν είχε πάει τόσο καλά μαζί τους. Μετά την πρώτη συμπλοκή είχαν συμπτυχθεί, ενώ δεν έπρεπε. Διαμαρτυρήθηκαν οι αντάρτες και το τμήμα ξαναγύρισε. Ο αγνοούμενος λεγόταν Σταματίου, μαχητικός της Σουβάλας.
Γύρω ακούγονταν φωνές. Είχε ξημερώσει. Γέμισε η πλαγιά κουρασμένους αλλά ευχαριστημένους αντάρτες. Νέα από τον Καλλία δεν είχαμε ακόμα. Καθήσαμε περιμένοντας να μαζευτούν όλοι. Είδα το Μπρωφ. Ανέβαινε ξεκούμπωτος, αναψωμένος, πατώντας επιδειχτικός όπου λάχαινε με τα μακρυά κανιά του.
― Πού είναι οι χωριανοί σου; – τον ρώτησα.
― Χμ – έκαμε κουνώντας το κεφάλι του. ― Γύρισαν πίσω!
Μαζεύτηκαν και οι πιο καθυστερημένοι. Ώρα να προχωράμε. Και σηκωθήκαμε. Σα να φύτρωσε απότομα ένα δάσος δύναμη μέσα από τη γη.
Τραβούσαμε για την Απάνω Σουβάλα.
Άρχισαν πάλι, να περπατάνε σχόλια για το τμήμα που είχε πάει να μας καλύψει από το Δαδί. Φωνάξαμε έκπληκτοι τους επικεφαλής, να μας δώσουν εξηγήσεις. Τους είδαμε αμήχανους και η έκπληξή μας έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Τους στοίχιζε κι αυτουνών, πολύ, αλλά το ζήτημα ήταν σοβαρό. Πολύ σοβαρό. Αποφασίσαμε να το συζητήσουμε αργότερα.
Κοντά το μεσημέρι φτάσαμε στην Απάνω Σουβάλα. Ανοιξιάτικη λεπτή συννεφιά. Και μια θλίψη, μια θλιμμένη γλύκα, παντού στη φύση. Μοσκοβόλησε ο πευκιάς.
Στα καραούλια προς το μοναστήρι του Δαδιού αφήσαμε φυλάκια. Είδαμε από μακρυά τους λιγοστούς Πανωσουβαλιώτες, είχαν βγει στο δρόμο έξω από τα σπίτια και μας αγνάντευαν. Μόλις ζύγωσαν οι σκοτωμένοι, οι άντρες βγάλαν τα καπέλλα τους, άρχισαν να σταυροκοπιούνται οι θλιμμένες γυναίκες. Μεταδόθηκε σ’ όλη τη φάλαγγα η εγκάρδια αυτή απλή επισημότητα. Σιαστήκαμε όλοι. Πάψανε οι φωνές μας και γίναμε μια μακρυά σιωπηλή λιτανεία. Σα ν’ άρχιζε έτσι απλά η εκφορά των νεκρών συντρόφων μας που κουβαλούσαμε μπροστά.
Πήγαν ένα συνεργείο αντάρτες και χωρικοί, έσκαψαν δυο τάφους στο νεκροταφείο. Ήρθε κι ο παπάς. Όλα γίνονταν ευλαβικά και ήσυχα. Όλοι είμασταν άυπνοι και εξαντλημένοι, αλλά μέναμε ορθοί. Τυλίξαμε τους σκοτωμένους μια σημαία τον καθένα. Ήσαν οι δυο πρώτοι νεκροί του αρχηγείου μας.
Τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία στην παληά, σαρακωμένη εκκλησιά με τη γέρικη πουρνάρα απόξω. Όλα σα μια ζωγραφιά φθαρμένη από καιρούς παληούς. Είπαμε λίγα επικήδεια λόγια. Σηκώσαμε κατόπιν τα σκηνώματα και τα βγάλαμε στο νεκροταφείο. Παρατάχτηκε το τιμητικό απόσπασμα. Παράταξη κανονική και τα τμήματα. Αραδιάστηκαν και οι χωρικοί.
Έδωσε το παράγγελμα ο τελετάρχης: Τεντώθηκε και φώναξε επίσημα:
― Συναγωνιστές του Αρχηγείου Ανταρτών Παρνασσίδας! Συναγωνιστές των μαχητικών ομάδων! Προσοχή!
Μείναμε ακίνητοι. Οι χωρικοί αποκαλύφθηκαν. Ξαναφώναξε ο τελετάρχης:
― Το τιμητικό απόσπασμα! Επί! - Σκοπόν!
Εκτέλεσαν το παράγγελμα.
Και αμέσως.
― Στο όνομα του Ελληνικού Λαού! Προς τιμήν του τιμημένου αγωνιστή του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού Λουκά Κουγιάτσου, από το Δαδί! ― Πύυυρ!
Αντιβούιξαν οι πλαγιές από τη μπαταριά. Κλαίγαν ολουνών μας τα μάτια.
Ξανά ακούστηκε η φωνή του τελετάρχη.
― Στο όνομα του Ελληνικού Λαού! Προς τιμήν του τιμημένου αγωνιστή του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού Γιάννη Παΐδα, από το Σερνικάκι! ― Πύυυρ!
Ξανά η μπαταριά και απάχαζε ο μαλακός πευκιάς. Άρχισαν κατόπιν τα φκυάρια να φκυαρίζουν κούφια το σκαμμένο πετρωτό χώμα και σκεπάζονταν γοργά τα κορμιά των νεκρών συντρόφων μας.
Τότε όλοι οι μαχητές, αρχίσαμε:
«Επέσατε θύματα, αδέρφια εσείς,
Σε άνισο μάχη κι αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού
Γυρεύοντας βρήκατε μνήμα...»
(Μείνανε χρόνια εκεί. Μόνο οι δικοί τους νοιάστηκαν για τα οστά τους.
Οι τρομοκράτες μαγάρισαν κι έβρισαν τον τάφο τους το 1945. Αυτή ήταν η μοίρα της Πατρίδας).
Αποσυρόμασταν κατόπιν από το νεκροταφείο. Οι αντάρτες σήκωναν το χέρι τους και σκούπιζαν τα μάτια τους.
Ο τραυματίας καλά ήταν. Το απόγευμα στην Κάτω Σουβάλα θα του έβγαζε τη σφαίρα ο γιατρός. Ο άλλος ήταν ελαφρά.
Κι αυτό ήταν η μάχη του Δαδιού.
⃰ ⃰⃰ ⃰
Όλη η μέρα αυτή πέρασε ήσυχα. Τα τμήματα ξεκουράστηκαν. Τα καραούλια μάς ειδοποιούσαν κάθε τόσο τι γινόταν στον κάμπο. Είχε έρθει μια φάλαγγα γερμανοί από το δρόμο της Λαμίας. Σε λίγη ώρα, άλλο νέο: Βγαίνανε οι ιταλοί απ’ το Δαδί μια μακρυά φάλαγγα πεζοί και μεταγωγικά, και κατηφόριζαν για το σταθμό. Έβαιναν, έβγαιναν και τελειωμό δεν είχαν.
― Το διάολο, το αδειάζουν το Δαδί; – αναρωτιόμασταν χαρούμενοι.
Οι ιταλοί φτάσανε στο σταθμό, πιάσανε θέσεις γύρω-γύρω, έναν κύκλο, κι άρχισαν να σκάβουν χαρακώματα. Έστηναν κι αντίσκηνα.
― Χα! Νωρίς ξυπνήσατε! – κοροϊδεύονταν μαζί τους οι αντάρτες.
Φτάσανε και σύνδεσμοι από την πόλη.
― Άδειο το Δαδί από ιταλούς! – μας φωνάζανε χαρούμενοι. Κι έγινε πανηγύρι.
Είχαν πάει οι γερμανοί αγέρωχοι κι έξω φρενών, άρχισαν να βρίζουν τους ιταλούς, τους ταπείνωσαν σκληρά, τι θέλανε και κάθονταν στην πόλη κι άφησαν το σταθμό αφύλαχτο κι αβοήθητο. Τους πήραν μπροστά χέρι-ποδάρι να φύγουν αμέσως.
Έφεραν νέα κι από τον Καλλία οι σύνδεσμοι. Είχε πάει καλά κι εκεί η δουλειά. Δεν τους πρόλαβε η ειδοποίηση για την αναβολή και τινάξανε το πρώτο βράδυ τραίνο. (Ερχόταν από την Αθήνα). Τραβήχτηκαν κατόπιν στη Βελίτσα και περάσανε τη μέρα. Συνεργεία γερμανοί πήγανε στο μέρος της ζημιάς κι έκαναν αυτοψία. Νόμιζαν ότι αυτό ήταν όλο. Το άλλο βράδυ το τμήμα μας ξανακατέβηκε. (Το τραίνο πούχανε τινάξει κουβαλούσε υλικά. Είπανε και για ένα βαγόνι γεμάτο χειρουργικά και άλλα ιατρικά εργαλεία, πολύτιμα πράγματα. Τα κουβάλησε στη Βελίτσα ο Καλλίας). Άρχισαν κατόπιν να φτάνουν και τα τραίνα φαντάσματα από πάνω, αυτά που στέλναμε εμείς. Κατέβαιναν βολίδες. Εύρισκαν κλεισμένη τη γραμμή στο τιναγμένο μέρος και γινόταν τότε ένας χαλασμός δαιμονισμένος. Μηχανές και βαγόνια ορμούσαν, καβάλα τόνα στ’ άλλο, και συντρίβονταν, ξύλα και σπιρτόξυλα, διάλυση τα πάντα. Ήταν λέει ένα άγριο φοβερό θέαμα.
Οι ένας-δυο υπάλληλοι στη στάση παρακάτω, αναστατώθηκαν βλέποντας το πρώτο τραίνο φάντασμα. Νόμισαν πως είχε γίνει λάθος. Άρπαξαν τα κόκκινα φανάρια τους και τρέχαν σαν τρελοί, τα κουνούσαν πέρα-δώθε ξέπνοοι να ειδοποιήσουν να κόψει ταχύτητα. Αποκαμωμένοι πέσανε απάνω στους πρώτους αντάρτες:
― Τι συμβαίνει, ρε παιδιά! – ρωτούσανε ξεψυχισμένοι.
Το πρώτο τραίνο είχε φτάσει κι έγινε σιδερικά
― Καθήστε – τους είπανε γελώντας οι αντάρτες – να ξαποστάσ’τε και να κάμετε και χάζι. Έχει και συνέχεια.
Μείναν σύξυλοι αυτοί.
Το απόγευμα κατεβήκαμε στην Κάτω Σουβάλα. Ήρθε και ο Καλλίας. Οι μαχητικές έπρεπε να φεύγουν. Μαζευτήκαμε στ’ αλώνια για τη γενική συνέλευση. Θέμα πάλι: Κριτική της μάχης και της κινητοποίησης.
Πρώτα μίλησαν οι μαχητές: Κάμανε πολλές παρατηρήσεις και σπουδαίες. Έγινε κριτική και σε πρόσωπα. Στο τέλος μιλήσαμε εμείς, το Αρχηγείο. Κάμαμε αυστηρή κριτική για κείνο το εξωφρενικό άσκοπο ντουφεκίδι. Γιατί δεν κρατήσαμε την ψυχραιμία μας; Τι ωφελούσε ν’ αρχίσουμε να χαλάμε τόσες σφαίρες; Και νάταν μόνο οι σφαίρες!...
Κρίναμε επίσης αυστηρά το αλλόκοτο φέρσιμο του τμήματος στο Δαδί. Είπαμε να μη φοβόμαστε τη νύχτα, να συνηθίσουμε να τη θεωρούμε φίλο μας. Στον τόπο σου και με το λαό μαζί σου, η νύχτα είναι δική σου δύναμη. Για πρώτη φορά δε θα παίρναμε μέτρα για το φέρσιμο εκείνο που ήταν βαρύ πολεμικό παράπτωμα, τακτικό και ηθικό.
Σημειώσαμε ακόμα ότι μπορούσε να γίνει καλλίτερη κατανομή των τμημάτων και στο Δαδί να στέλναμε ισχυρότερη δύναμη και με μεγαλύτερη φιλοδοξία, να κυκλώσουμε και να αιχμαλωτίσουμε ολόκληρο ιταλικό σχηματισμό. Να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή το σταθμό και για κύριο στόχο και για τέχνασμα να παρασύρουμε έξω ιταλική δύναμη.
Η συνέλευση τελείωσε μέσα σε μεγάλο κέφι και ενθουσιασμό.
― Δεν πειράζει! Άλλοτε, καλλίτερα! – έλεγαν οι πιο μεγάλοι.
Τέλος ψάλαμε τον εθνικό ύμνο και οι μαχητικές φύγανε η κάθε μια για το χωριό της. Κόβανε στους ώμους τους τα όπλα τους, τα οπλοπολυβόλα τους, γρήγοροι, γεροί κι αξιαγάπητοι – φεύγανε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ύστερα έγινε ησυχία και μακρυά στον πράσινο κάμπο, μίκραιναν ολούθε οι σβέλτες φάλαγγες.
Ανεβήκαμε κι εμείς οι αντάρτες στην Απάνω Αγόριανη.
(σελ. 340-346, Τόμος Β΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Β΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
* Στην φωτογραφία: Η Αμφίκλεια (Δαδί, εδώ από τις πλαγιές του Παρνασσού). Την άνοιξη του 1943 στάθμευε ιταλική φρουρά, με δύναμη 900 περίπου άνδρες. Στο βάθος του κάμπου, στο σύδεντρο με τα κυπαρίσσια πριν τα κοκκινοχώραφα, βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός όπου έγινε η ομώνυμη μάχη και το σαμποτάζ από τις δυνάμεις του Αρχηγείου Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ και τα μαχητικά τμήματα εφεδροελασιτών των γύρω χωριών.