Ιούλιος Ήλιος
Στάχυα χρυσίζοντα η φωνή των χωραφιών.
Μαινόμενα τζιτζίκια που γιορτάζουν
σε γη που αλλάζει τα πουκάμισα ηδονικά.
Της ίριδας γεράνια, του λευκού μανόλιες
κι ανάμεσα λησμονημένα τριαντάφυλλα
διψούν αλλόφρονα νερό κι απόσκιο.
Μαινόμενα τζιτζίκια που γιορτάζουν
σε γη που αλλάζει τα πουκάμισα ηδονικά.
Της ίριδας γεράνια, του λευκού μανόλιες
κι ανάμεσα λησμονημένα τριαντάφυλλα
διψούν αλλόφρονα νερό κι απόσκιο.
Ιούλιος Γυαλινός σ’ άμπελο γη αθέριστη.
Σε χείλη πικραμύγδαλα, βερίκοκο γλυκό.
Αστροβροχή κι ο στεναγμός απλώνεται
με ικετήρια χέρια που γκρεμίζονται.
Σε δρόμους χέρσους που οι καρδιές θερίστηκαν
στεγνώνουν μάτια- θάλασσες βαθιές.
Σε χείλη πικραμύγδαλα, βερίκοκο γλυκό.
Αστροβροχή κι ο στεναγμός απλώνεται
με ικετήρια χέρια που γκρεμίζονται.
Σε δρόμους χέρσους που οι καρδιές θερίστηκαν
στεγνώνουν μάτια- θάλασσες βαθιές.
Ιούλιος ήλιος κατακαίει τα κορμιά
και παρελαύνει αγγέλους που καλπάζουν
Χώμα που ιδρώνει αποχαιρετισμούς
και γράμματα ανεπίδοτα, κλεισμένα.
Στο Αιγαίο οι μέρες του , ματώνουν τη Μεγίστη.
Κατηφορίζουνε μισά Κυκλαδικά ειδώλια
που με αυλούς μιλούνε και στιλπνά κοχύλια .
Πέτρα στο φως , σφαγιασμένη, λάμπουσα
στου κόσμου τον πυρπολημένο χάρτη.
και παρελαύνει αγγέλους που καλπάζουν
Χώμα που ιδρώνει αποχαιρετισμούς
και γράμματα ανεπίδοτα, κλεισμένα.
Στο Αιγαίο οι μέρες του , ματώνουν τη Μεγίστη.
Κατηφορίζουνε μισά Κυκλαδικά ειδώλια
που με αυλούς μιλούνε και στιλπνά κοχύλια .
Πέτρα στο φως , σφαγιασμένη, λάμπουσα
στου κόσμου τον πυρπολημένο χάρτη.
`
*
Βίαιος άνεμος
Βίαιος άνεμος τα όνειρα γκρεμίζει .
Τους μαγεμένους στήμονες εκτρέπει της ζωής.
Στης γης το προαιώνιο θέατρο
την κάθαρση ευλογούσαν οι αθώοι
καθώς η οδύνη στο θυσιαστήριο σπάραζε.
Τους μαγεμένους στήμονες εκτρέπει της ζωής.
Στης γης το προαιώνιο θέατρο
την κάθαρση ευλογούσαν οι αθώοι
καθώς η οδύνη στο θυσιαστήριο σπάραζε.
Μα εσύ, μες στου καθρέφτη σου το βάθος χάσκεις,
φορώντας εκδοχές αλήτικων ωρών
με ποθητά ενδύματα των παραστάσεων,
να κρύβουνε το μαύρο παραμύθι της καρδιάς σου.
Σωπαίνουνε στην άκρη του καιρού οι ώρες,
συλλέγοντας ενστάσεις που μειοψήφησαν και πάλι,
για τις σφαγές αγέννητων ψυχών .
φορώντας εκδοχές αλήτικων ωρών
με ποθητά ενδύματα των παραστάσεων,
να κρύβουνε το μαύρο παραμύθι της καρδιάς σου.
Σωπαίνουνε στην άκρη του καιρού οι ώρες,
συλλέγοντας ενστάσεις που μειοψήφησαν και πάλι,
για τις σφαγές αγέννητων ψυχών .
Χρειάζομαι μια ανεμώνη, το πρόσωπό μου να σκεπάσω.
Ένα ευλογημένο κύμα,
τα λυπημένα να εξαγνίσω χέρια μου
τα ανήμπορα ,
να κουβαλήσουνε του ήλιου
το σωτήριο βάρος.
Θέλω ένα δέντρο τροπικό
να κατοικήσω τις ελπίδες μέλισσες .
Μία φωτιά ανάσα, να στεγνώσω τις πληγές
και τις βροχές των μάταιων δακρύων .
Ένα ευλογημένο κύμα,
τα λυπημένα να εξαγνίσω χέρια μου
τα ανήμπορα ,
να κουβαλήσουνε του ήλιου
το σωτήριο βάρος.
Θέλω ένα δέντρο τροπικό
να κατοικήσω τις ελπίδες μέλισσες .
Μία φωτιά ανάσα, να στεγνώσω τις πληγές
και τις βροχές των μάταιων δακρύων .
Βαθιά , μες στων ματιών τις κρύπτες ,
κομματιασμένες λέξεις σαν γυαλιά
ουρλιάζουνε ποιήματα .
κομματιασμένες λέξεις σαν γυαλιά
ουρλιάζουνε ποιήματα .
`
*
Φωτογραφία
Γλυκό τραγούδι βγαίνει απ’ τη φωτογραφία .
« Κάτω στο ρέμα το βαθύ Ερηνάκι μου »
Βλέμμα θαμπό ακρορροεί με τον λυγμό του χρόνου .
Βαθιά πλατάνια ισκιώνουνε τη θύμηση
καθώς παλεύω μάταια να ενώσω τα κομμάτια
κάθε καμένης μέρας ,
που λεηλάτησαν στερνοί αποχαιρετισμοί .
Κι ένα ποτάμι λέξεις μισεμένες
σταλάζουν στον καημό , λυτρωτικό νερό .
Αγριοπεύκι, αμάραντο , μυρτιά
και το τραγούδι απ’ τα παλιά πλατάνια.
Το σιγοτραγουδούν με ολόιδιες φορεσιές
τη γη χτυπώντας με τα ονόματά τους .
Μάνα , πατέρας , αδερφός
κι οι άλλοι της αγάπης όλοι
που προσκαλούνε λίγο τόπο απ’ την καρδιά
να μην τους πάρει η λήθη
στο βυθό της.
« Κάτω στο ρέμα το βαθύ Ερηνάκι μου »
Βλέμμα θαμπό ακρορροεί με τον λυγμό του χρόνου .
Βαθιά πλατάνια ισκιώνουνε τη θύμηση
καθώς παλεύω μάταια να ενώσω τα κομμάτια
κάθε καμένης μέρας ,
που λεηλάτησαν στερνοί αποχαιρετισμοί .
Κι ένα ποτάμι λέξεις μισεμένες
σταλάζουν στον καημό , λυτρωτικό νερό .
Αγριοπεύκι, αμάραντο , μυρτιά
και το τραγούδι απ’ τα παλιά πλατάνια.
Το σιγοτραγουδούν με ολόιδιες φορεσιές
τη γη χτυπώντας με τα ονόματά τους .
Μάνα , πατέρας , αδερφός
κι οι άλλοι της αγάπης όλοι
που προσκαλούνε λίγο τόπο απ’ την καρδιά
να μην τους πάρει η λήθη
στο βυθό της.
`
*
Η γλώσσα
Ο καναπές είναι μια γλώσσα
κόκκινη , κίτρινη , λευκή
και δεν τσακίζει κόκκαλα .
Ο καναπές είναι μια γλώσσα
κόκκινη , κίτρινη , λευκή
και δεν τσακίζει κόκκαλα .
Ο καναπές είναι σκουριά
που τρώει σάρκες.
Γεννοβολάει ακάρεα .
που τρώει σάρκες.
Γεννοβολάει ακάρεα .
Ο καναπές
Έχει τη μυρουδιά παραίτησης .
Δεν ευωδιάζει ανυπακοή .
Φοράει τέλμα .
Έχει τη μυρουδιά παραίτησης .
Δεν ευωδιάζει ανυπακοή .
Φοράει τέλμα .