Τα παλιότερα χρόνια το παζάρι γινότανε στό πίσω μέρος τού μοναστηριού, γιατί από 'κεί ήταν τότε η είσοδος του στίς 8 Σεπτεμβρίου τότε δηλαδή πού γιορτάζει το μοναστήρι μας. Στίς γιορτές τού μοναστηριού μαζευότανε πολύς κόσμος πού έφτανε καί τίς τέσσερις χιλιάδες το 1929. Οι έμποροι είχαν τίς παράγκες τους, οι κτηνοτρόφοι τα ζώα τους καί τα τυριά τους, ενώ τα ψητά καί οι κομπανίες είχαν τήν τιμητική τους. Μετά το σούροπο όμως τα πράγματα δυσκόλευαν τόσο στόν ύπνο, όσο καί στήν φύλαξη τών εμπορευμάτων - ζωντανών. Αποφασίσθηκε λοιπόν το 1900 το παζάρι να μεταφερθεί στό Δαδί. Ετσι έχουμε καί επίσημα τό Βασιλικό Διάταγμα τής 12ης Ιανουαρίου 1901 πού ορίζει τα πράγματα τής εμπορικής πανηγύρεως.
Το παζάρι άρχιζε στίς 8 Σεπτεμβρίου καί τελείωνε στίς 10 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο. Με το νέο ημερολόγιο άρχιζε στίς 21 Σεπτεμβρίου όπως φαίνεται από τήν διαφήμηση τού 1929. Μόλις άρχισε τό παζάρι οι μαγαζάτορες έβγαζαν κάποια είδη στό πεζδρόμιό τους, έξω δηλαδή από τό μαγαζί τους, ενώ άρχισαν νά έρχονται καί οι καθ¨αυτού παζαριώτες από άλλα μέρη.
Αργότερα πού άρχισαν να γίνονται καί στήν γύρω περιοχή παζάρια η ημερομηνία ξανάλλαξε γιά τίς 18 Σεπτεμβρίου. Στήν αρχή το παζάρι γινότανε " στόν βάτο" δηλαδή στόν αδιαμόρφωτο χώρο τής κάτω πλατείας πού σήμερα είναι η αποκάτω μεριά τού δρόμου σε σχήμα " ένα γύρα". Επάνω στόν δρόμο άρχισε να γίνεται πολύ αργότερα στήν δεκαετία τού 1960 επί δημαρχίας Δημητρίου Κοτσάνη. Οι έμποροι πού έρχονταν από Άθήνα, Λάρισσα, Λειβαδιά, Λαμία κά, φέρνανε τά χειμωνιάτικα εφόδια τών Δαδιωτών καί τών κατοίκων τών γύρω χωριών, ενώ μαζί με το παζάρι γινότανε καί η αγορά - ανταλλαγή αλόγων,μουλαριών καί γαϊδάρων. Μέσα στό παζάρι γινότανε καί η πώληση τών τυριών τών τσοπάνηδων γιατί τότε κατέβαιναν καί αυτοί από τόν Παρνασσό. Λίγα μεροκάματα γιά μάζεμα τού βαμπακιού από ανάργυρες οικογένειες πρίν το παζάρι ήταν τα λιγοστά λεφτά γιά τήν αγορά τών αναγκαίων. Το παζάρι ήταν καί κοσμικό γεγονός γιά τό Δαδί καί λαχειοφόροι αγορές γινόντουσαν γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ αρραβώνες καί λογοδοσήματα είχαν τήν τιμητική τους. Πέρα από τα παραπάνω δέν πρέπει να ξεχνάμε ότι άμα γινότανε καμμιά μικροδουλειά τόν προηγούμενο χρόνο λέγανε οι καλοπληρωτές " άντε θα σε κεράσω μιά μπύρα στό παζάρι". Τελευταία δέν θά πρέπει να μήν αναφέρουμε ότι πολλές ταβέρνες στηνόντουσαν γιά το παζάρι με ψητές προβατίνες πού κάθε Δαδιώτης έπαιρνε καί γιά τό σπίτι του, πέρα από τήν κατανάλωσή τους κάθε βράδυ στίς κομπανίες τών γύρω καφενείων. Αντε καί θα τα πούμε στό παζάρι.....