Τό Σάββατο, 9 Ιουλίου, λειτουργήθηκε τό εξωκκλήσι τού Αη-Γιώργη στόν Παρνασσό. Σέ αυτή τήν ανάρτηση επιτρέψτε μου νά γράψω δυό λόγια. Τό εκκλησάκι κτίστηκε περίπου τό 1905 από τήν οικογένεια Στιβακτη [Σκρίκου]. Τσοπάνηδες ήταν καί εκεί γύρω είχαν τό καλοκαιρινό μαντρί τους. Οι τσοπάνηδες τότε δέν έβλεπαν τό Δαδί ούτε τίς μεγάλες ημέρες μιάς καί δέν μπορούσαν νά λείψουνε από τά πραγματά τους. Φτιάχνανε λοιπόν ένα εξωκκλήσι γιά νά ανάβουν τό καντήλι τέτοιες μέρες. Ο δρόμος περνάει μέσα από τά έλατα καί σέ δυό μεριές δέν βλέπεις ούτε ουρανό. Ο επισκέπτης κάνει χίλιες δυό σκέψεις, από φόβο, μέχρι νά βγεί στό ξέφωτο καί ο δρόμος είναι καλούτσικος. Αραγε ο συγχωρεμένος ο μπαρμπα-Μήτσος Στιβακτής πού κουβάλαγε αργότερα αμμοχάλικα καί τσιμέντα με τόν ταρζάν ,όταν πέρναγε από κεί τί νά σκεφτότανε; Αργότερα ο Γιώργος Δ.Στιβακτής μέ τόν γαμπρό του Ηλία Τσαπρούνη πού ανακατασκεύασαν τόν Αη-Γιώργη τί τραβήξανε γιά νά μεταφέρουν τά υλικά;
Αυτές τίς σκέψεις έκανα αλλά βλέποντας τήν ματιά τής θειάς Αλτάνας πήρα τήν απαντησή μου. Καθαρό βλέμα πού ήξερε τί καί πώς, καμμιά περιττή κίνηση, ήτανε σάν τό σπίτι της γιατί έζησε τίς ταλαιπωρίες τού φτιαξίματος.
Ο παπα-Χρήστος μέ τόν Θόδωρα είχαν αρχίσει τά μεγαλυνάρια καί τά έλατα είχανε στήσει αυτί καί δέν ακουγότανε άχνα.
Ενα καμπαναριό μέ χειροποίητη καμπάνα από τόν φίλο μου Μήτσο Τσαπρούνη, γιά νά μήν μείνει ακαμπάνιστος ο Αη-Γιώργης, έδωσε τόν τόνο στήν δοξολογία.
Οι απόγονοι τών κτητόρων γιόρταζαν τόν προστάτη τους Αγιο καί σέ καλοδεχόντουσαν στήν γιορτή τους.
Ειλικρινά θά ήθελα νά γράψω δυό λόγια παραπάνω γιά αυτό πού αισθάνθηκα, θά ήθελα νά γράψω γιά τίς ματιές τών ανθρώπων πού έκαναν ότι περνούσε γιά ευχαριστήσουν τούς επισκέπτες τους, αλλά καί γιά αυτούς πού έκτισαν καί συντήρησαν τόν Αη-Γιώργη σέ εκείνα τά χρόνια.
Χρόνια πολλά.
Αυτές τίς σκέψεις έκανα αλλά βλέποντας τήν ματιά τής θειάς Αλτάνας πήρα τήν απαντησή μου. Καθαρό βλέμα πού ήξερε τί καί πώς, καμμιά περιττή κίνηση, ήτανε σάν τό σπίτι της γιατί έζησε τίς ταλαιπωρίες τού φτιαξίματος.
Ο παπα-Χρήστος μέ τόν Θόδωρα είχαν αρχίσει τά μεγαλυνάρια καί τά έλατα είχανε στήσει αυτί καί δέν ακουγότανε άχνα.
Ενα καμπαναριό μέ χειροποίητη καμπάνα από τόν φίλο μου Μήτσο Τσαπρούνη, γιά νά μήν μείνει ακαμπάνιστος ο Αη-Γιώργης, έδωσε τόν τόνο στήν δοξολογία.
Οι απόγονοι τών κτητόρων γιόρταζαν τόν προστάτη τους Αγιο καί σέ καλοδεχόντουσαν στήν γιορτή τους.
Ειλικρινά θά ήθελα νά γράψω δυό λόγια παραπάνω γιά αυτό πού αισθάνθηκα, θά ήθελα νά γράψω γιά τίς ματιές τών ανθρώπων πού έκαναν ότι περνούσε γιά ευχαριστήσουν τούς επισκέπτες τους, αλλά καί γιά αυτούς πού έκτισαν καί συντήρησαν τόν Αη-Γιώργη σέ εκείνα τά χρόνια.
Χρόνια πολλά.