Λίγα πράγματα για το χωριό μου την ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ, το παλιό ΔΑΔΙ, μέσα από παλιά έγγραφα και φωτογραφίες.
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015
Καλά μπερεκέτια.....
Αφού περνούσε τής Παναγίας οι Δαδιώτες άρχιζαν τό μάζεμα τής ελιάς. Οι περισσότεροι μαζεύανε ελιές γύρω τού Αη Νικόλα, ενώ οι επαγγελματίες γεωργοί μετά τό σπαρτό καί φτάνανε νά μαζεύουν ελιές τόν Γενάρη.
Οι πρώτες ελιές μαζευόντουσαν τόν Σεπτέμβριο [αυτές πού έπεφταν από πυρηνοτρύτη] καί τίς έριχναν αλάτι νά κρατηθούν μέχρι τίς μέρες πού θά μάζευαν καί τίς άλλες.
Ξεκίναγαν αχάραγα από τό Δαδί νά έχουν φτάσει στό χωράφι όταν έφεγγε γιά τά καλά. Φόρτωναν στά ζά τίς σκάλες [θεώρατες διπλές ξύλινες] καί τίς βελέτζες πού έστρωναν γύρω από τίς ελιές. Ελαιόπανα ήταν όνειρο γιά εκείνα τά χρόνια. Αυτοί κοντά μέ τά πόδια...
Ερχότανε καί τό μεσημέρι καί καθόντουσαν νά βάλουν " μιά κόρα ψωμί στό στόμα τους". Ο νοικοκύρης προσέφερε μόνο ψωμί καί οι εργάτες πέρνανε κοντά τους τό φαϊ πού είχε φέρει ο καθένας από τό σπίτι του. Αργότερα ο νοικοκύρης προσέφερε καί φαγητό.
Αμα άρχιζε νά σουρουπώνει ξεκινούσαν νά μαζεύουν τά πανιά, τίς σκάλες καί τά τσουβάλια μέ τίς ελιές. Αφού είχε νυχτώσει τά φορτώνανε στά ζά όλα τά υπάρχοντα καί άρχιζε ο δρόμος τής επιστροφής μέ τά πόδια...
Στό μάζεμα τώρα δέν χρησιμοποούσαν χτενάκια αλλά μέ τά χέρια χτένιζαν τό δέντρο. Αλλοίμονο σέ εκείνον πού έσπαγε καμμιά "ψαλλίδα" καί άκουγε τήν μουρμούρα από τόν νοικοκύρη. Γιά "τέμπλες" ούτε λόγος νά γίνεται καί άς ήταν τά δέντρα σάν πλατάνια ψηλά.
Ο καιρός όμως δέν ήταν πάντα σύμμαχος. Ο χιονισμένος Παρνασσός έφερνε τό αεράκι του, ενώ, τό πρωϊ ανάβανε φωτιά μέ τά λιόκλαρα σέ αντίθετη φορά τού ανέμου γιά έρχεται απάνω τους ο καπνός καί νά ζεστένονται....Τώρα όσο γιά τήν πρωϊνή πάχνη άς μήν τό συζητήσουμε. Αν δέν έπιανε καλή βροχή ή άν δέν έριχνε χιόνι δέν άφηναν τό κατέβασμα περιμένοντας μήπως ξεκόψει ο καιρός...
Τό χωράφι όμως από τήν παράλληλη καλιέργεια ή από τό όργωμα μέ τό αλέτρι είχε τά δικά του χάλια. Πού νά πατήσεις καί τί ήτανε από κάτω από τήν βελέτζα. Οι εργάτες ανεβαίνανε ή στίς σκάλες ή στό δέντρο. Μέχρι τά τελευταία χρόνια γινόντουσαν ατυχήματα στό μάζεμα. Αυτός είναι καί ο λόγος πού τό πρωϊ πού πιάνενε δουλειά η ευχή ήτανε " ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ".
Τό μεροκάματο τότε ήταν 6-7 κιλά λάδι καί οι άντρες πέρναν κανά κιλό παραπάνω.Τό πέρνανε στό λιοτρίβι πού πήγαινε ο καθένας μέ τό δοχείο του.
Μετά τό μάζεμα από τόν νοικοκύρη πήγαιναν στό χωράφι αυτοί πού δέν είχαν ελιές δικές τους καί τούς έδερνε η φτώχεια νά μαζέψουν "κοκολόϊ".
Τά παιδιά πού πήγαιναν σχολείο τίς μέρες εκείνες έκαναν μαύρες διακοπές. Από τό πρωϊ ή μετά τό μεσημέρι βοηθούσαν στό μάζεματής ελιάς [ τό ίδιο γινότανε καί στό σπαρτό]. Θυμάμαι ο συγχωρημένος ο γυμνασιάρχης ο Στρογγύλης μετά τήν προσευχή τό πρωϊ έβγαινε στό κεφαλόσκαλο καί έδινε άδειες στά παιδιά πού ήταν νά πάνε γιά μάζεμα.
Τελειώνοντας καί επειδή πολλά από τά παραπάνω τά πρόλαβα κάθησα καί έγραψα αυτές τίς γραμμές νομίζοντας ότι θά φέρω εκείνα τά χρόνια πίσω!
ΚΑΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ.......
Οι πρώτες ελιές μαζευόντουσαν τόν Σεπτέμβριο [αυτές πού έπεφταν από πυρηνοτρύτη] καί τίς έριχναν αλάτι νά κρατηθούν μέχρι τίς μέρες πού θά μάζευαν καί τίς άλλες.
Ξεκίναγαν αχάραγα από τό Δαδί νά έχουν φτάσει στό χωράφι όταν έφεγγε γιά τά καλά. Φόρτωναν στά ζά τίς σκάλες [θεώρατες διπλές ξύλινες] καί τίς βελέτζες πού έστρωναν γύρω από τίς ελιές. Ελαιόπανα ήταν όνειρο γιά εκείνα τά χρόνια. Αυτοί κοντά μέ τά πόδια...
Ερχότανε καί τό μεσημέρι καί καθόντουσαν νά βάλουν " μιά κόρα ψωμί στό στόμα τους". Ο νοικοκύρης προσέφερε μόνο ψωμί καί οι εργάτες πέρνανε κοντά τους τό φαϊ πού είχε φέρει ο καθένας από τό σπίτι του. Αργότερα ο νοικοκύρης προσέφερε καί φαγητό.
Αμα άρχιζε νά σουρουπώνει ξεκινούσαν νά μαζεύουν τά πανιά, τίς σκάλες καί τά τσουβάλια μέ τίς ελιές. Αφού είχε νυχτώσει τά φορτώνανε στά ζά όλα τά υπάρχοντα καί άρχιζε ο δρόμος τής επιστροφής μέ τά πόδια...
Στό μάζεμα τώρα δέν χρησιμοποούσαν χτενάκια αλλά μέ τά χέρια χτένιζαν τό δέντρο. Αλλοίμονο σέ εκείνον πού έσπαγε καμμιά "ψαλλίδα" καί άκουγε τήν μουρμούρα από τόν νοικοκύρη. Γιά "τέμπλες" ούτε λόγος νά γίνεται καί άς ήταν τά δέντρα σάν πλατάνια ψηλά.
Ο καιρός όμως δέν ήταν πάντα σύμμαχος. Ο χιονισμένος Παρνασσός έφερνε τό αεράκι του, ενώ, τό πρωϊ ανάβανε φωτιά μέ τά λιόκλαρα σέ αντίθετη φορά τού ανέμου γιά έρχεται απάνω τους ο καπνός καί νά ζεστένονται....Τώρα όσο γιά τήν πρωϊνή πάχνη άς μήν τό συζητήσουμε. Αν δέν έπιανε καλή βροχή ή άν δέν έριχνε χιόνι δέν άφηναν τό κατέβασμα περιμένοντας μήπως ξεκόψει ο καιρός...
Τό χωράφι όμως από τήν παράλληλη καλιέργεια ή από τό όργωμα μέ τό αλέτρι είχε τά δικά του χάλια. Πού νά πατήσεις καί τί ήτανε από κάτω από τήν βελέτζα. Οι εργάτες ανεβαίνανε ή στίς σκάλες ή στό δέντρο. Μέχρι τά τελευταία χρόνια γινόντουσαν ατυχήματα στό μάζεμα. Αυτός είναι καί ο λόγος πού τό πρωϊ πού πιάνενε δουλειά η ευχή ήτανε " ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ".
Τό μεροκάματο τότε ήταν 6-7 κιλά λάδι καί οι άντρες πέρναν κανά κιλό παραπάνω.Τό πέρνανε στό λιοτρίβι πού πήγαινε ο καθένας μέ τό δοχείο του.
Μετά τό μάζεμα από τόν νοικοκύρη πήγαιναν στό χωράφι αυτοί πού δέν είχαν ελιές δικές τους καί τούς έδερνε η φτώχεια νά μαζέψουν "κοκολόϊ".
Τά παιδιά πού πήγαιναν σχολείο τίς μέρες εκείνες έκαναν μαύρες διακοπές. Από τό πρωϊ ή μετά τό μεσημέρι βοηθούσαν στό μάζεματής ελιάς [ τό ίδιο γινότανε καί στό σπαρτό]. Θυμάμαι ο συγχωρημένος ο γυμνασιάρχης ο Στρογγύλης μετά τήν προσευχή τό πρωϊ έβγαινε στό κεφαλόσκαλο καί έδινε άδειες στά παιδιά πού ήταν νά πάνε γιά μάζεμα.
Τελειώνοντας καί επειδή πολλά από τά παραπάνω τά πρόλαβα κάθησα καί έγραψα αυτές τίς γραμμές νομίζοντας ότι θά φέρω εκείνα τά χρόνια πίσω!
ΚΑΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ.......
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015
Η Ελιά στόν τόπο μας.
Aς πούμε καί λίγα λόγια γιά τίς ελιές πού αυτόν τόν καιρό όλοι έχουμε στόν νού μας.
Γυρίζουμε πίσω στό 1920. Μέχρι τότε οι Δαδιώτες αγοράζανε ελαιόλαδο, όσοι τά είχανε, κάθε Κυριακή στό παζάρι πού γινότανε στόν δρόμο τής Μητρόπολης. Οσων δέν κρατούσε η τσέπη αγοράζανε σουσαμέλαιο από ανθρώπους πού τό φέρνανε,όπως καί τό ελαιόλαδο, από τήν Αμφισα μέ γκαμήλες.[ Η γιαγιά μου Παναγιού Τσιτσιπή-Σκουρολιάκου μολόγαγε γι'αυτό επειδή ο πατέρας της είχε χάνι].
Αρχισαν οι Δαδιώτες νά βάζουν ελιές καί πηγαίνανε νύχτα παρέες νά βγάλουν ξεκουμπίδια τόσο από τήν "βουρλόραχη" πού είναι πάνω από τήν "βριλιά", καί φτάνανε μέχρι τά χωματοβούνια στό Ζέλι γιά ξεκουμπίδια. Τόν καιρό εκείνο απαγορεύτανε νά βγάζουν ξεκουμπίδια αγριοελιάς.
Είχαν ανοίξει λάκκους από προηγούμενες ημέρες καί τά φυτεύανε αμέσως. Τά κέντρωναν τίς επόμενες χρονιές, όσα γινόντουσαν γιατί είχε ξεσπάσει μεγάλος καβγάς μέ τούς τσοπάνηδες. Αυτός είναι καί ο λόγος πού οι ελιές είναι ψηλά κεντρωμένες στό ήμερο.
Τά χωράφια όμως δέν περισσέυανε καί βάζανε τά ξεκουμπίδια σέ απόσταση 8 μέτρων,ενώ, τό ενδιάμεσο χωράφι τό καλλιεργούσαν μέ άλλη καλλιέργεια[πχ βαμπάκι].
Αλλοι πάλι φέρνανε έτοιμα φυτώρια από αλλού. Ο μπαρπα-Γιάννης ο Κοτσάνης έλεγε ότι ο δάσκαλος Αδελφός του έφερε ελιές από τήν περιοχή τής Θήβας πού τού πήγανε οι μαθητές του καί τίς βάλανε στόν Αρτουκιά.
Τά μπόλια πού χρησιμοπούσαν ήταν η "πατραίϊκη", η "στραβομύτα", η "κοθρέϊκη" καί ένα ακόμα είδος στρόγγυλου καρπού πού ευτυχώς σώζεται ακόμα μέ μερικά δέντρα.
Γυρίζουμε πίσω στό 1920. Μέχρι τότε οι Δαδιώτες αγοράζανε ελαιόλαδο, όσοι τά είχανε, κάθε Κυριακή στό παζάρι πού γινότανε στόν δρόμο τής Μητρόπολης. Οσων δέν κρατούσε η τσέπη αγοράζανε σουσαμέλαιο από ανθρώπους πού τό φέρνανε,όπως καί τό ελαιόλαδο, από τήν Αμφισα μέ γκαμήλες.[ Η γιαγιά μου Παναγιού Τσιτσιπή-Σκουρολιάκου μολόγαγε γι'αυτό επειδή ο πατέρας της είχε χάνι].
Αρχισαν οι Δαδιώτες νά βάζουν ελιές καί πηγαίνανε νύχτα παρέες νά βγάλουν ξεκουμπίδια τόσο από τήν "βουρλόραχη" πού είναι πάνω από τήν "βριλιά", καί φτάνανε μέχρι τά χωματοβούνια στό Ζέλι γιά ξεκουμπίδια. Τόν καιρό εκείνο απαγορεύτανε νά βγάζουν ξεκουμπίδια αγριοελιάς.
Είχαν ανοίξει λάκκους από προηγούμενες ημέρες καί τά φυτεύανε αμέσως. Τά κέντρωναν τίς επόμενες χρονιές, όσα γινόντουσαν γιατί είχε ξεσπάσει μεγάλος καβγάς μέ τούς τσοπάνηδες. Αυτός είναι καί ο λόγος πού οι ελιές είναι ψηλά κεντρωμένες στό ήμερο.
Τά χωράφια όμως δέν περισσέυανε καί βάζανε τά ξεκουμπίδια σέ απόσταση 8 μέτρων,ενώ, τό ενδιάμεσο χωράφι τό καλλιεργούσαν μέ άλλη καλλιέργεια[πχ βαμπάκι].
Αλλοι πάλι φέρνανε έτοιμα φυτώρια από αλλού. Ο μπαρπα-Γιάννης ο Κοτσάνης έλεγε ότι ο δάσκαλος Αδελφός του έφερε ελιές από τήν περιοχή τής Θήβας πού τού πήγανε οι μαθητές του καί τίς βάλανε στόν Αρτουκιά.
Τά μπόλια πού χρησιμοπούσαν ήταν η "πατραίϊκη", η "στραβομύτα", η "κοθρέϊκη" καί ένα ακόμα είδος στρόγγυλου καρπού πού ευτυχώς σώζεται ακόμα μέ μερικά δέντρα.
Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015
Έρχονται καί τά Χριστούγεννα.
Ενα παλιό έθιμο στό Δαδί πού διατηρείται μέχρι καί σήμερα. Τού Αγίου Φιλίππου πού άρχιζε η νηστεία τών Χριστουγέννων, κατέβαινε η "Παναγία" από το μοναστήρι στό Δαδί. Από τίς 2 το πρωί καί μέχρι πού χάραζε η μέρα η "Παναγία" γύριζε τα σπίτια όπου ψέλνονταν μία μικρή παράκληση καί αγιασμός. Πρίν φτάσει η "Παναγία" ερχότανε στό σπίτι ο Βασιλοπαναγής καί κτύπαγε τήν πόρτα φωνάζοντας " έρχεται η Παναγία". Τά φώτα όλα τού σπιτιού ανάβανε, η εξώπορτα τέντα, το χειμωνιάτικο πεντακάθαρο μέ το καλό τραπεζομάντηλο στρωμένο στό τραπέζι καί ένα σκεύος γιά τόν αγιασμό. Οταν έφτανε στό σπίτι ο "Υψηλος Επισκέπτης" τό θυμιατό καί τα κεριά, σε ένα πιάτο σιτάρι, δίνανε μιά κατανυχτική ατμόσφαιρα γιά μάς τα παιδιά πού με τα καθαρά καί μάλλον καλά μας ρούχα μόλις αγουροξυπνημένα, βλέπαμε τόν παππά με τήν καλόγρια νά ψέλνουν τά "γράμματα". Φεύγοντας ο κάθε νοικοκύρης έδινε λεφτά, λάδι,σιτάρι ή κανά κόσκινο βαμπάκι, τάπαιρνε ο Καβαλάρης, καί ο νοικοκύρης έπαιρνε τήν Παναγία να τήν μεταφέρει στό επόμενο σπίτι. Τήν προηγούμενη μέρα όμως ρωτούσαν τούς γείτονες γιά τό πότε " θά σάς πάρει η Παναγία" καί όταν άλλον καιρό υπήρχε μεγάλη φωταψία σέ κανά σπίτι χωρίς ιδιαίτερο λόγο έλεγαν " Τούς πήρε η Παναγία" εννοώντας ότι τέτοια φωταψία ταίριαζε μόνο τήν βραδυά πού τούς έπαιρνε η Παναγία. Τήν τέταρτη Κυριακή, η "Παναγία" επέστρεφε στό μοναστήρι της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)