Β’ Η ΦΩΚΙΔΑ
I.
Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ
Η Φωκίδα σαφώς μικρότερη σε έκταση από την
Φθιώτιδα είχε χωριστεί σε δύο επαρχίες, την Παρνασσίδα και την Δωρίδα. Η
Παρνασσίδα θα έχει έκταση 72.960 στρέμματα από τα οποία τα 16.600
προεπαναστατικά θα ανήκουν σε Οθωμανούς, ενώ η Δωρίδα θα εκτείνεται σε μία
περιοχή 121.000 στρεμμάτων από τα οποία τα 16.000 άνηκαν την προεπαναστατική περίοδο στους Οθωμανούς
επίσης. Η οριστική διαίρεση και ο καθορισμός των συνόρων του νομού αλλά και των
επαρχιών του έγινε με βασιλικό διάταγμα τον Απρίλιο του 1833. Στις 20/11/1833
ιδρύεται και η επισκοπή Φωκίδος ενώ τον Οκτώβριο του 1834 δημιουργείται το
Πρωτοδικείου του νομού Φωκιδολοκρίδος με έδρα την Άμφισσα.[1]
Η Άμφισσα που είναι η πρωτεύουσα του
νομού, θα αποτελέσει και πρωτεύουσα της επαρχίας Παρνασσίδας. Η επαρχία θα
χωριστεί σε 7 δήμους από 11 που ήταν προηγουμένως το 1840. Ο δήμος Αμφίσσης θα
έχει πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη και θα συμπληρώνεται από τα χωριά: Κούσκι,
Άγιος Γεώργιος, Σεργούνι, Σεγδίτσα και Σκάλα Αμφίσσης με 3.786 κατοίκους. Ο
δήμος Γαλαξιδίου θα έχει έδρα του την ομώνυμη πόλη και σε συγχώνευση με το δήμο
Μυωνίας θα έχει πληθυσμό 3.897 κατοίκους. Ο δήμος Αντικύρρας με πρωτεύουσα τη
Δεσφίνα θα συγκεντρώσει στην επικράτειά του 1.165 κατοίκου, ενώ ο δήμος Κρίσσης
2023 κατοίκους. Τέλος, ο δήμος Παρνασσίων, Δωριέων και Κυτινίων θα έχουν
πληθυσμό της τάξης των 1.211, 3.821 και 2.367 κατοίκων αντίστοιχα.[2]
Ο δήμος Γαλαξιδίου εκτός από την ομώνυμη
πρωτεύουσά του θα περιλαμβάνει στα όριά του τα οικιστικά σύνολα της Αγίας
Ευθυμίας, της Κολοπετινίτσας (Τριταία), της Βουνιχώρας και των Πεντεορίων. Ο
δήμος Αντικύρρας εκτός από την πρωτεύουσά του συμπληρωνόταν και από το χωριά
Άσπρα σπίτια, ενώ ο δήμος Παρνασσίων θα έχει και αυτός δύο χωριά, την έδρα του
Τοπόλια και το χωριό Κολοβάτες. Ο δήμος Δωριέων πρωτεύουσά του θα έχει έδρα του
το χωριό Αγόριανη που θα χωρίζεται σε άνω και κάτω. Άλλα χωριά του δήμου
Δωριέων θα είναι το Παλαιοχώρι, η Σουβάλα, , οι Μαργιολάτες, η Βάργιανη, το
Χλωμό, το Καστέλι, ο Μπράλος, η Κουκουβίστα, η Κάνιανη, το Σκλήθρο και η
Γραβιά. Τέλος ο Δήμος Κυτινίων αποτελείται από τα χωριά Καστριώτισσα,
Μουσουνίτσα, Στρώμη, Δρέμισσα και Γούριτσα ενώ πρωτεύουσά του είναι το χωριό
Μαυρολιθάρι.[3]
Η επαρχία Δωρίδας θα χωριστεί σε τέσσερις
δήμους. Αυτοί θα είναι οι δήμοι Αιγιτίου με έδρα το Λιδωρίκι, Κροκυλείου με
πρωτεύουσες τα χωριά Πενταγιοί και Αρτοτίνα (εναλλαγή πρωτεύουσας κατά το
θέρος), Ποτιδανείας με έδρα το άνω Παλιοξάρι και Τολοφώνας με έδρα το χωριό
Βιτρινίτσα. Τα υπόλοιπα χωριά του δήμου Αιγιτίου θα είναι το Λευκαδίτι, η
Συκιά, ο Κονιάκος, το Τρίβιδι, το Κλήμα, η Γρανίτσα, ο Λούτσοβος, ο Άβορος, ο
Σεβέδικος, η Στρούζα, η Βραϊλα, το Μαλαντρίνο, η Σκαλούλα και οι Καρούτες.[4]
Ο δήμος Κροκυλείου με θερινή πρωτεύουσα την
Αρτοτίνα και χειμερινή το χωριό Πενταγιοί θα πλαισιώνεται από τα χωριά των
Δρεστένων, της Βοστινίτσας, του Νούτσουρμπου, του Κριατσίου, του Σουρουστιού,
της Κερασιάς, του Βλαχοβουνίου, του Παλιοκάτουνου, του Αβορίτι, του Αλποχωρίου,
του Ζοριάνου, του Κουπακίου και της Αγλαβίστας.[5]
Ο τρίτος κατά σειρά δήμος που εξετάζουμε
είναι ο δήμος Ποτιδανείας ο οποίος ξεκινά από μία ορεινή περιοχή δυτικά του
ποταμού Μόρνου και φτάνει έως τις εκβολές του στον Κορινθιακό κόλπο. Πρωτεύουσα
του έχει το χωριό Άνω Παλιοξάρι. Τα χωριά που απάρτιζαν τη διοικητική αρχή του
συγκεκριμένου οικιστικού συνόλου ήταν το Κάτω Παλιοξάρι, το Λυκοχώρι, οι
Γκουμαίοι, η Καρδάρα, η Καρυά, ο Σουλές (Ευπάλιο), το Βλαχοκάτουνο, το
Μεραφέντη, ο Λόγγος, η Μανάγουλη, τα Χασάναγα, τα Μαλάματα, το Κλήμα, ο
Παλιόμυλος, τα Καρούτια, η Σεργούλα, το Παλιοχώρι, η Στύλια, η Περιθιώτισσα και
τα Ζαμπιά.[6]
Παράλληλα ο δήμος Τολοφώνας θα καλύπτει
την παράλια περιοχή της Φωκίδας ξεκινώντας δυτικά από το Γαλαξίδι έως μία
περιοχή κοντά στα δυτικά όρια του νομού με την Αιτωλοακαρνανία. Ο δήμος θα έχει
την έδρα του στο χωριό Βιτρινίτσα, ενώ τα χωριά που υπάγονται στη συγκεκριμένη
δημοτική αρχή είναι η Ξυλογαϊδάρα, ο Βελενίκος, η Μαραζιά, τα Τροιζόνια (νησί),
Μάκρυσι, η Μηλιά, η Σώταινα, η Πλέσια, η Βίδαβη και η Κίσελη.[7]
Τέλος αξίζει να κάνουμε μία αναφορά στις
υπηρεσίες που ήταν εγκατεστημένες σε διάφορες έδρες δήμων. Στο δήμο Γαλαξιδίου
υπάρχουν το 1851 υπολιμεναρχείο, υποτελωνείο, υγειονομείο και ειρηνοδικείο.
Ειρηνοδικείο επίσης υπάρχει στους δήμους Δωριέων, Αιγιτίου και Ποτιδανείας.
Εντύπωση μας κάνει επίσης η ύπαρξη «οικονομικής εφορίας» στο Λιδωρίκι,
πρωτεύουσα της επαρχίας Δωρίδας.[8]
Η περιπλάνησή μας στη Φωκίδα ως προς την
διοικητική της διάρθρωση είναι σαφώς μικρότερη για δύο λόγους. Αφενός σημαντικό
ρόλο διαδραματίζει η ίδια η έκταση του νομού που είναι μικρότερη από τον
προηγούμενο της Φθιώτιδας που εξετάσαμε, αφετέρου οι πηγές που έχουμε για τον
νομό εστιάζουν περισσότερο στην κοινωνική ζωή των κατοίκων και στην ενασχόλησή
του με τη γεωργία και την κτηνοτροφία παράγοντες που θα δούμε αναλυτικότερα στο
επόμενο υποκεφάλαιο της εργασίας μας.
II. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η πρωτεύουσα του νομού, η Άμφισσα θα
φιλοξενήσει έναν από τα δέκα πρώτα σχολεία των οποίων η ίδρυση εξαγγέλθηκε στις
25 Μαρτίου 1835. Προγενέστερα το 1830 είχε ιδρυθεί με διάταγμα του Καποδίστρια
η «Δημόσια Αλληλοδιδακτική Σχολή» της επαρχίας Σαλώνων. Το 6ο λοιπόν
κατά σειρά σχολείο θα εδρεύει στην πρωτεύουσα της Φωκίδας και της Παρνασσίδας
σε κτίριο ιδιώτη που θα μισθώνεται με έξοδα του εκκλησιαστικού ταμείου της
τοπικής επισκοπής. Το πρόγραμμα σπουδών του συγκεκριμένου σχολείου θα χωρίζεται
σε δύο τάξεις Α’ και Β’ με 20 και 32
διδακτικές ώρες αντίστοιχα. Κάποια μαθήματα που καλούνταν να διδαχθούν
οι μαθητές ήταν: «Ελληνική μετά παραλληλισμού της παλαιάς προς την νέαν»,
«Κατήχησις και Ιερά ιστορία», «Γεωγραφία και γενική ιστορία», «Καλλιγραφία»,
«Αριθμητική», «Αρχαί της φυσικής ιστορίας», Μουσική», «Ζωγραφική» και τα
μαθήματα της γαλλικής και της λατινικής γλώσσας για όσους μαθητές προάγονταν
στο γυμνάσιο. Ταυτόχρονα με βασιλικό διάταγμα ιδρύεται βιβλιοθήκη δημόσια που
στεγάζεται στις αίθουσες του σχολείου.[9]
Όσον αφορά όμως τους μεθόδους της
εκπαίδευσης, αυτοί χαρακτηρίζονται ως πρωτόγονοι. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η
καταγραφή στην ιστορική μνήμη των ανθρώπων της Αμφίσσης ενός συγκεκριμένου
δασκάλου που διέφερε από τους υπόλοιπους. Ο Γιάννης Γρυπάρης, ήταν για τους
κατοίκους ένας άνθρωπος που έφερε τον εκσυγχρονισμό. Γνωρίζοντας ότι ο δάσκαλος
της εποχής φρόντιζε να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά χειροδικώντας, η ύπαρξη ενός
δασκάλου που προσπαθούσε με πιο ανθρώπινο τρόπο να προσεγγίσει τους μαθητές του
θα προκαλέσει σίγουρα αισθήματα σεβασμού και αναγνώριση. Στην ιστορία αυτή που
χρονολογείται την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα είναι εφικτό να
εντοπίσουμε και κάποιες άλλες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Η ίδια η φυγή
του δασκάλου λόγω της διάλυσης ενός αρραβώνα, μαρτυρά μία κοινωνία στην οποία η
αθέτηση μίας συμφωνίας γάμου αποτελεί λόγο κοινωνικής κατακραυγής για τον
υπαίτιο.[10]
Παραμένοντας στην πόλη της Άμφισσας,
αξίζει να αναφερθούμε λίγο στον γεωγραφικό της περίγυρο και στην αγροτική της
ζωή. Η πόλη έχει σαν κύρια καλλιέργεια τα ελαιόδεντρα, τα οποία απέδιδαν
πλούσιο και φημισμένο καρπό και λάδι. Επιπροσθέτως οι καλλιέργειες σιτηρών,
κριθαριού, καλαμποκιού και αμπελιών είναι οι υπόλοιπες παραγωγές των κατοίκων
της περιοχής. Το κλίμα της πόλης περιλαμβάνει ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι και έναν
σχετικά ψυχρό χειμώνα. Η ‘Άμφισσα θα έχει στη διάθεσή της και λιμάνι την Σκάλα
Αμφίσσης (σημερινή Ιτέα) που βρισκόταν σε απόσταση δύο ωρών με τα μέσα
μεταφοράς της εποχής (οδοιπορικώς ή με τη χρήση ζώων).[11]
Η εικόνα της πόλης στα τέλη του 19ου
αιώνα δεν θα είναι πολύ διαφορετική. Η Άμφισσα ήταν και τα 1890 μία πόλη με τη
βλάστηση που προαναφέρθηκε, συμπληρωμένη από μία μικρή δασώδη περιοχή και
αυλακωμένη από χείμαρρους. Οι κάτοικοί της φαίνονται σχετικά εύποροι κατά την
πλειονότητά τους. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από την καθαρή τους εμφάνιση,
εικόνα που δεν ήταν εύκολο να συναντήσει κανείς στην ελληνική επαρχία του 19ου
αιώνα. Παρόλη την εντύπωση αυτή αν κάποιος ξένος επιχειρούσε εκείνη την εποχή
να καταλύσει σε ένα πανδοχείο της πόλης έπρεπε να αντιμετωπίσει την έλλειψη
βασικών ειδών. Κρεβάτια διαθέσιμα δεν υπήρχαν και ο επισκέπτης αναγκαζόταν να
κοιμηθεί στο δάπεδο του δωματίου, αντιμετωπίζοντας διάφορα έντομα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης ειδών καθαριότητας ήταν πως για να
προμηθευτεί κανείς σαπούνι έπρεπε να πάει στον αρμόδιο έμπορο και να του
ζητήσει να το παραγγείλει από την Αθήνα. Επίσης, όσον αφορά τις κοινωνικές
συναναστροφές των κατοίκων της πόλης αυτές γίνονται στα γνωστά καφενεία, όπου
οι κάτοικοι μπορούν να ενημερωθούν για τα τεκταινόμενα διαβάζοντας εφημερίδες.[12]
Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι βρισκόμαστε
στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μία εποχή οπότε οι ασθένειες αποτελούν
μάστιγα και επηρεάζουν τις κοινωνικές δομές ειδικότερα μίας κλειστής κοινωνίας
όπως αυτή που μελετάμε. Εξαιτίας αυτού του δεδομένου οι διασημότεροι πολίτες
στην περιοχή θεωρούνταν οι ιατροί. Ήταν εκείνοι στους οποίους είχε εναποθέσει
τις ελπίδες της η τοπική κοινωνία για να εξασφαλιστεί η ίδια η βιωσιμότητά των
μελών της. Επιπλέον η υψηλή τιμή των φαρμάκων και η αδυναμία πληρωμής τους από
τους κατοίκους, ενίσχυε ακόμα περισσότερο το κύρος του ιατρού όταν παρείχε ο
ίδιος κάποια φάρμακα ή όταν θεραπευόταν κάποια δύσκολη περίπτωση. Η φήμη αυτή
που απέκτησε το συγκεκριμένο επάγγελμα και οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που
υπηρέτησαν τον τομέα αυτό θα αναλάβουν αργότερα να γίνουν εκτός από κεφαλή της
κοινωνίας και κεφαλή πολιτικών σχηματισμών. Οι περισσότεροι ιατροί λοιπόν θα
γίνουν κομματάρχες και θα επιχειρήσουν να κατευθύνουν την πολιτική έκφραση των
τοπικών κοινωνιών.[13]
Προχωρώντας στον δήμο Γαλαξιδίου βρίσκουμε
έναν ναυτικό δήμο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της κύριας πόλης
ασχολείται με τη ναυτιλία αφού η περιοχή έχει ένα σημαντικό λιμάνι για την
εποχή. Επίσης η πόλη διαθέτει και δημοτικό σχολείο και άλλες σημαντικές
υπηρεσίες. Τα ορεινά χωριά του δήμου παράγουν σιτάρι, κριθάρι και κρασί από τα
αμπέλια που διαθέτουν με εξαίρεση το χωριό της Βουνιχώρας, στο οποίο οι
κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία.[14]
Σε ένα χωριό του δήμου Γαλαξιδίου, την
Αγία Ευθυμία, οι κάτοικοι φαίνονταν αρκετά ενημερωμένοι για την πολιτική
κατάσταση της χώρας. Στο καφενείο τους στα τέλη του 19ου αιώνα
υπάρχουν αφίσες από σατιρικές εφημερίδες των Αθηνών που απεικονίζουν
γελοιογραφίες των Τρικούπη και Δηλιγιάννη. Παράλληλα η εικόνα του τσάρου της
Ρωσίας βρίσκεται επίσης σε διακεκριμένη θέση μέσα στο κατάστημα αυτό. Αντίθετα
το χωριό της Κολοπετινίτσας παρουσιαζόταν ως ένα άγονο μέρος γεμάτο πουρνάρια
και βραχώδες έδαφος. Στο χωριό αυτό οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνταν με την
κτηνοτροφία χωρίς όμως να καταφέρουν να ξεφύγουν από την ένδεια που τους
διέκρινε σύμφωνα με τον Deschamps.[15]
Συνεχίζοντας στον δήμο Αντικύρρας που
περιλαμβάνει δύο μόνο χωριά παρατηρούμε ότι οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους
καλλιεργούν αμπέλια και ελαιόδεντρα από τα οποία παράγουν μόνο λάδι. Ο δήμος
Κρίσσης είναι ένας ακόμα δήμος που θα διαθέτει δημοτικό σχολείο. Η σχετικά
γόνιμη γη του αποδίδει σιτάρι, όσπρια αλλά και βαμβάκι. Βέβαια όπως σχεδόν όλη
η επαρχεία η γη του δήμου Κρίσσης παράγει επίσης λάδι και κρασί λόγω των
αμπελιών. Η περιοχή διασχίζεται από δύο μικρούς ποταμούς που βοηθούν τις
καλλιέργειες των κατοίκων να αρδεύονται σωστά και να αποδίδουν ποιοτικά και
ποσοτικά. Ενδιαφέρον έχει η αναφορά των Δελφών, μίας περιοχής με έντονη ιστορία
και αρχαιολογικό ενδιαφέρον ως ένα δευτερεύον χωριό με το όνομα Καστρί που ζει
στη σκιά του Χρυσού και αποτελεί μόνο ένα πέρασμα μεταξύ Φωκίδας και Βοιωτίας
στα μέσα του 19ου αιώνα.[16]
Η εξήγηση σε αυτό το ερώτημα που προκύπτει
βρίσκεται στην αδυναμία του ελληνικού κράτους εκείνης της εποχής να
εκμεταλλευτεί τον αρχαιολογικό θησαυρό του. Βέβαια είναι λογικό να συμβαίνει
κάτι τέτοιο αφού βρισκόμαστε σε μία εποχή που το κύριο ζητούμενο είναι η επιβίωση
του κράτους και των υπηκόων του και όχι η ανάδειξη του πολιτισμού, κάτι που θα
ακολουθήσει αρκετά χρόνια μετά.
Ο δήμος Παρνασσίων αν και συγκροτείται από
δύο χωριά, στην έδρα του, την Τοπόλια θα υπάρχει δημοτικό σχολείο. Η γόνιμη
περιοχή, διαθέτοντας δύο ρυάκια θα επιτρέπει την παραγωγή σιταριού, κριθαριού
και κρασιού. Επίσης οι πλούσιες ελιές που διαθέτει η περιοχή επιτρέπουν στους
κατοίκους να τις εκμεταλλεύονται και για το λάδι τους και για τον καρπό τους.
Επιπροσθέτως το έτερο χωριό του νομού, οι Κολοβάτες είχε κατοίκους που
ασχολούνταν περισσότερο με την κτηνοτροφία βοηθώντας τον δήμο να αποκτήσει μία
σχετική αυτάρκεια ως προς τα αγαθά που χρειαζόταν.[17]
Συνεχίζοντας στο δήμο Δωριέων που
αποτελείται από πάρα πολλά χωριά οι παραγωγές αλλάζουν λίγο σε σχέση με τους
υπόλοιπους δήμους ίσως εξαιτίας της αλλαγής του εδάφους αφού ο συγκεκριμένος
δήμος χωρίζεται σημαντικά από τους άλλους με έναν ορεινό όγκο που εκτείνεται
μεταξύ τριών βουνών, της Οίτης, της Γκιώνας και του Παρνασσού. Η Αγόργιανη που
είναι η πρωτεύουσα του νομού παράγει καπνό και καρύδια κάτι που δεν είναι
συνηθισμένο για την περιοχή της Φωκίδας και ιδιαίτερα της Παρνασσίδας. Όλα τα
χωριά όπως και η έδρα του δήμου παράγουν και τις καλλιέργειες των υπόλοιπων
δήμων με εξαίρεση το λάδι καθώς η περιοχή δεν διαθέτει σημαντικά ελαιόδεντρα.
Εξαίρεση στον κανόνα που διαμορφώθηκε στον αγροτικό προσανατολισμό του δήμου
αποτελούν δύο χωριά. Το πρώτο, το Χλωμό βασίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία, ενώ
η Κάνιανη κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ξυλεία του τοπικού δάσους. Τέλος ένα
σημαντικό στοιχείο είναι η κατάσταση της Γραβιάς στα μέσα του 19ου
αιώνα. Το άλλοτε ιστορικό χάνι δεν αποτελούσε τότε οργανωμένο χωριό παρά μόνο
έναν μικρό οικισμό στον οποίο σιγά σιγά μετοίκησαν κάτοικοι του χωριού Καστέλι.[18]
Ο τελευταίος σταθμός μας στην
Παρνασσίδα είναι ο δήμος Κυτινίων. Πρωτεύουσα του χωριού είναι το χωριό
Μαυρολιθάρι. Πρόκειται για τον βορειότερο δήμο του νομού, στον οποίο όπως και
στον Παρνασσίων, το έδαφος έχει σημαντική διαφορά ως προς τη γονιμότητά και τη
βλάστηση του σε σχέση με την υπόλοιπη επαρχία. Η πρωτεύουσα του δήμου
αναπτύσσει κατά κύριο λόγο την κτηνοτροφία και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Τα προϊόντα που εμπορεύονταν ήταν το τυρί, το μαλλί και το κρέας, ενώ σε άλλες
περιπτώσεις κτηνοτρόφων σημασία δινόταν περισσότερο στο κρέας του ζώου. Επίσης
ο δήμος ολόκληρος θα παράγει μία μικρή ποσότητα φρούτων, που είναι επίσης κάτι
το διαφορετικό για την αγροτική παραγωγή της επαρχίας. Η περιοχή είναι κατάφυτη
με έλατα, όμως οι κάτοικοι δεν εκμεταλλεύονταν την ξυλεία που είχαν στη διάθεσή
τους.[19]
Το τοπίο όμως της περιοχής χαρακτηριζόταν
από φυσικό κάλλος. Οι απότομοι βράχοι, το νερό του ποταμού Μόρνου που κυλάει
στη περιοχή σε συνδυασμό με τα έλατα που αναφέραμε αμέσως πριν αποτελούν τους
παράγοντες που ομορφαίνουν την περιοχή. Η χρήση της ξυλείας με αρκετά
εξεζητημένο θα γίνει στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοι θα χτίσουν
ξύλινα υδραγωγεία για να μαζεύουν το πολύ νερό της περιοχής και να το
χρησιμοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες που προέκυπταν. Στα τέλη επίσης του αιώνα
εντοπίζεται η ύπαρξη δασκάλου, όχι όμως σχολείου. Το εντυπωσιακό είναι η ύπαρξη
ειδών που θεωρούνταν πολυτελείας για εκείνη την εποχή, όπως μελανοδοχείο στον
τοπικό μπακάλη.[20]
Η Δωρίδα έχει πιο πολύ κτηνοτροφικό παρά
γεωργικό προσανατολισμό. Συγκεκριμένα η πρωτεύουσα της επαρχίας, το Λιδωρίκι
ήταν φημισμένο για τα πολλά γιδοπρόβατα που εξέτρεφαν οι κάτοικοί του στη
δεκαετία του 1850. Οι κάτοικοι του δήμου Αιγιτίου, του οποίου η έδρα βρίσκεται
στην ίδια την πρωτεύουσα της επαρχίας ασχολούνται με την κτηνοτροφία και
προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα πρόβατα για όλα τα αγαθά που μπορούν να τους
αποδώσουν, όπως κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα και μαλλί. Τα υπόλοιπα χωριά του δήμου παράγουν ανάλογα προϊόντα εκτός από
μερικές εξαιρέσεις οπότε καλλιεργούν δημητριακά και όσπρια. Ειδική περίπτωση
όμως αποτελεί το χωριό Γρανίτσα. Το χωριό αυτό, με αρκετά εύπορους οικονομικά
κατοίκους παράγει μετάξι κάτι το οποίο θεωρούνταν πολύ δύσκολο για να το
καταφέρει κάποια ομάδα ανθρώπων εκείνης της εποχής, ειδικά σε έναν τέτοιο τόπο.[21]
Το Λιδωρίκι στο τέλος του 19ου
αιώνα θα παρουσιάζεται σαν μία πόλη πολυπληθής, μορφωμένη σχετικά και
δραστήρια. Στην όλη θα λειτουργεί εκτός από ταχυδρομείο και σχολαρχείο, που
θεωρούνταν ως βαθμίδα ανώτερης εκπαίδευσης από εκείνη στην οποία άνηκε το απλό
δημοτικό σχολείο. Ο σχολάρχης της εποχής είναι ιδιαίτερα μορφωμένος και
ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Δεν διστάζει μάλιστα να κατακρίνει
την πολιτική που ακολουθούσε εκείνη την εποχή ο Χαρίλαος Τρικούπης, δείχνοντας
όμως τον σεβασμό του για τον Έλληνα πρωθυπουργό.[22]
Αντίθετα το χωριό το οποίο θεωρείται
οπισθοδρομικό εκείνη την εποχή και απομονωμένο σε σχέση με τα υπόλοιπα είναι
σύμφωνα με τον Deschamps,
το Μαλαντρίνο. Σύμφωνα με τη διήγηση του γάλλου περιηγητή η πόλη δεν
επικοινωνεί καλά με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού το ταχυδρομείο που λειτουργεί στο
Λιδωρίκι πολλές φορές δεν έχει αλληλογραφία προς ανταλλαγή και παράδοση με το
συγκεκριμένο χωριό. Ο πιο μορφωμένος του χωριού ήταν ο ιερέας του χωριού, ο οποίος
εκτελούσε και χρέη δασκάλου μαθαίνοντας λίγα γράμματα σε όσους κατοίκους
ενδιαφέρονταν.[23]
Μετά το δήμο Αιγιτίου, γεωγραφικά στα
δυτικά του τοποθετείται ο δήμος Κροκυλείου. Ο συγκεκριμένος δήμος είχε δύο
έδρες το χωριό Αρτοτίνα, ιδιαίτερη πατρίδα του Αθανασίου Διάκου κατά το θέρος
και το χωριό Πενταγιοί κατά τον χειμώνα. Η θερινή πρωτεύουσα είναι αρκετά
πολυπληθής καθώς είναι το μοναδικό χωριό από τα υπόλοιπα που ο πληθυσμός του
ξεπερνά του χίλιους κατοίκους. Αντίθετα το αμέσως μικρότερο που είναι η χειμερινή
πρωτεύουσα αριθμεί 701 στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι κάτοικοι και εδώ
ασχολούνται περισσότερο με την κτηνοτροφία καθώς οι τόποι τους αν και πλούσιοι
σε ύδατα δεν μπορούν να αποδώσουν καλή συγκομιδή λόγω του άγονου ορεινού
εδάφους και εξαιτίας της κάλυψης μεγάλων εκτάσεων από έλατα. Παράλληλα, οι πολύ
χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα αποθαρρύνουν τους γηγενείς από το να φυτέψουν
ελαιόδεντρα. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα όμως που παράγονται στις περιοχές
είναι δημητριακά και όσπρια. Ορισμένα κηπευτικά εντοπίζουμε στα χωριά Κερασιά
και Σουρούστι αλλά οφείλονται σε μικρές οικιακού μεγέθους παραγωγές, που οι
κάτοικοι τις ονόμαζαν τότε περιβόλια. Τέλος το μοναδικό χωριό που
εκμεταλλευόταν το δάσος που υπήρχε στην περιοχή ήταν ο Νούτσουμπρος, ενώ από
αυτόν τον δήμο και συγκεκριμένα από το μικρό χωριό Αβορίτι καταγόταν ένας ακόμα
αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης.[24]
Αποκλειστικά σχεδόν στην ξυλεία της
περιοχής θα βασιστεί όμως ένας άλλος δήμος. Ο δήμος Ποτιδανείας διαθέτει δημοτικό
σχολείο όπως και άλλες πρωτεύουσες δήμων τις περιοχής. Είναι κατάφυτος από δρυ
θα βασίσει την τοπική οικονομία στην ξυλεία που του απέφεραν τα πολλά τέτοια
δέντρα που βρίσκονται στην περιοχή του. Οι υπόλοιπες καλλιέργειες που
εντοπίζονταν τότε στην περιοχή ήταν καλαμπόκι, σιτάρι και όσπρια. Η κτηνοτροφία
εδώ περνά σε δεύτερη μοίρα από ότι στην υπόλοιπη επαρχία. Ο συγκεκριμένος δήμος
εκτείνεται όμως μέχρι τις εκβολές του Μόρνου στην παραλία κοντά στα σύνορα του
νομού με την Αιτωλοακαρνανία. Η περιοχή αυτή θα είναι πολύ προβληματική για
τους κατοίκους καθώς το έδαφός της είναι ελώδες. Η ελονοσία θα χτυπά το
καλοκαίρι τον τοπικό πληθυσμό ενώ δεν αναφέρεται καμία γεωργική δραστηριότητα.
Πιο συγκεκριμένα ο τόπος περιγράφεται σαν ένα μεγάλο έλος γεμάτο καλαμιές. Θα
χρειαστεί να περάσει πάνω από ένας αιώνα για να δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη
του Μόρνου η οποία θα βοηθήσει στην αποξήρανση των παραποτάμων του ποταμού και
κατά συνέπεια στην μείωση των κρουσμάτων διαφόρων ασθενειών, που έπλητταν την
περιοχή.[25]
Η υπόλοιπη όμως παράλια χώρα της Δωρίδας
θα βρίσκεται υπό την δημοτική αρχή της Τολοφώνας. Η πρωτεύουσα Βιτρινίτσα
διέθετε δημοτικό σχολείο καθώς και τελωνειακό σταθμό. Είναι το μοναδικό χωριό
στη Δωρίδα που παρήγαγε βαμβάκι στα μέσα του 19ου αιώνα. Η εκτροφή
αιγοπροβάτων σε αυτό το δήμο είναι ανάλογη με την απόσταση κάθε χωριού από την
θάλασσα. Κατά τα άλλα οι κάτοικοι που έχουν ασχοληθεί με τη γεωργία παράγουν
κατά κύριο λόγο δημητριακά, καλαμπόκι, κρασί από αμπέλια που διαθέτουν καθώς
και λάδι, που προέρχεται από τους ελαιώνες κοντά στην πρωτεύουσα του δήμου. Δεν
πρέπει να λησμονήσουμε ότι σε αυτόν τον δήμο υπάγεται και το μοναδικό
κατοικούμενο νησί του νομού, τα Τροιζόνια.[26]
Περνώντας στον 20ο αιώνα είναι
ενδιαφέρον να δούμε κάποια γεγονότα που χαρακτηρίζουν στη κοινωνία της Δωρίδας.
Την περίοδο του εθνικού διχασμού όταν μαθεύτηκε στην περιοχή ότι ο βασιλιάς
Κωνσταντίνος ο Α’ κηρύχθηκε έκπτωτος συγκεντρώθηκαν διακόσιοι φουστανελοφόροι
στην τοποθεσία «Ανάθεμα» που πήρε το όνομά της από αυτό το γεγονός και
διαμαρτύρονταν εναντίον του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και των
βρακοφόρων αξιωματικών του (έτσι ονομάζονταν από τους τοπικούς αντιβενιζελικούς
κατοίκους η αστυνομία της εποχής επειδή υπηρετούσε τον Κρητικό πολιτικό).[27]
Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι
παράγοντες επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων της περιφέρειας
εκείνης της εποχής. Οι εκλογές μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν μία περίοδος
οικονομικής συναλλαγής μεταξύ αδιάφορων πολιτικά κατοίκων και έξυπνων πλούσιων
κομματαρχών. Οι άνθρωποι της εποχής γνωρίζοντας λίγο της πολιτική κατάσταση της
εποχής έθεταν την ψήφο τους σε μία μορφή δημοπρασίας. Ειδικά οι άνθρωποι των
χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων που δεν επηρεάζονταν από την φορολογία
προσπαθούσαν με αντάλλαγμα την ψήφο τους να χαρούν όσα περισσότερα υλικά αγαθά
μπορούσαν. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης προέκυψε και η λαϊκή ρήση «έχει να
φάει από τις εκλογές». Ενδιαφέρον όμως έχει και η συμπεριφορά των νικητών των
εκλογών έναντι των ηττημένων. Την περίοδο του εθνικού διχασμού οπότε ο
φανατισμός ήταν ιδιαίτερα μεγάλος υπάρχουν μαρτυρίες για ακραίες συμπεριφορές
κομματαρχών όπως να κρεμάσουν με τη βία κουδούνια στους αντιπάλους τους
διαπομπεύοντάς τους.[28]
Αξίζει να αναφερθεί επίσης ο διαχωρισμός
που προέκυψε στην περιοχή της Φωκίδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Τα
φτωχά εδάφη που είχαν στη διάθεσή τους οι κάτοικοι του νομού δεν ευνοούσαν την
ανάπτυξη καλλιεργειών και την αξιοποίησή τους. Αντιθέτως οι κερδισμένοι του
νομού ήταν όσοι ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Τον 19ο αιώνα
γεωργοί και κτηνοτρόφοι προσπαθούσαν πέρα από το να καλύψουν τις βασικές τους
ανάγκες σε τρόφιμα να ασχοληθούν με το εμπόριο. Μέχρι και τις αρχές του 20ου
οι οικονομικές διαφορές των δύο ομάδων ήταν μικρές. Στον Μεσοπόλεμο όμως τα
κτηνοτροφικά προϊόντα της Φωκίδας απέκτησαν ζήτηση, ενώ τα γεωργικά έμειναν στη
σκιά άλλων προϊόντων καλύτερης ποιότητας από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Οι
κτηνοτρόφοι μπόρεσαν έτσι να γίνουν πουλήσουν το γάλα και το κρέας των
αιγοπροβάτων τους ακόμη και στην Αθήνα, εξασφαλίζοντας πολύ περισσότερα από όσα
εξασφάλιζαν οι γεωργοί. Έτσι η άποψη που θα επικρατήσει μέχρι και την
μεταπολεμική περίοδο θα είναι ότι: ευκατάστατος οικονομικά είναι εκείνος που
διαθέτει τα περισσότερα αμνοερίφια.[29]
Βλέποντας την λειτουργία της κοινωνίας της
περιοχής κατά την περίοδο εκείνη μπορούμε να σχηματίσουμε μία σχεδόν
ολοκληρωμένη εικόνα του νομού στα μέσα του 19ου αιώνα. Η μόνη πτυχή
που απομένει να εξετάσουμε και εξελίχθηκε, αν και σε μικρότερο βαθμό από την
περιοχή της Φθιώτιδας, και στη Φωκίδα είναι η επίδραση της ληστείας στον χώρο
και την κοινωνία.
III. Η ΛΗΣΤΕΙΑ
Οι ληστείες την εποχή του 1855 στην Στερεά
Ελλάδα ήταν ένα σύνηθες και καθημερινό φαινόμενο. Στην περιοχή της Φωκίδας και
ιδιαίτερα στα ορεινά της επαρχίας Παρνασσίδας οι ληστές επιτίθονταν σε
κτηνοτρόφους στοχεύοντας στην εκμετάλλευση του κρέατος των αιγοπροβάτων τους,
για να μπορέσουν οι ίδιοι να επιβιώσουν. Σε καμία περίπτωση οι ληστές δεν
έκλεψαν αρνιά και πρόβατα για να γίνουν βοσκοί. Αν χρειάζονταν κάποια προϊόντα,
τα οποία χρειάζονταν διαδικασία για να παραχθούν φρόντιζαν μετά από έρευνα να
επιτεθούν σε βοσκό που είχε στη κατοχή του τυρί και άλλα γαλακτοκομικά
προϊόντα. Για να ικανοποιήσουν τον σκοπό αυτό οι ληστές σύμφωνα με μαρτυρίες
έφταναν έως και τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου, αφού επιτέθηκαν σε έναν από
τους λιγοστούς βοσκούς του Γαλαξιδίου τη δεκαετία του 1850.[30]
Για την τοπική κοινωνία όμως που δεν είχε
πληγεί η ίδια από ληστές παρά μόνο άκουγε για τις επιθέσεις τους, οι ληστεία
φάνταζε ως μία ηρωική ασχολία. Υπήρχαν ακόμα κλέφτες που αναπολώντας την ηρωική
ζωή της Τουρκοκρατίας συνέχιζαν πλέον ως ζωοκλέφτες. Ενδιαφέρον έχει ένα
περιστατικό στο οποίο ο τοπικός βουλευτής συνειδητοποιεί πως οι ψηφοφόροι του
γνωρίζουν περισσότερο τον τοπικό κατσικοκλέφτη παρά τον αντιπρόσωπό τους στη
Βουλή των Ελλήνων. Ο ληστής έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού από την κοινωνία, ενώ
η προσωπικότητα του πολιτικού αγνοούνταν.[31]
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το παραπάνω
συμβάν έχει μία δόση λογικής. Σε μία περίοδο που η πλειονότητα των κατοίκων
ήταν αναλφάβητη και η πολιτική τους ενδιέφερε πολύ λίγο αν όχι καθόλου, είναι
λογικό να ενδιαφέρονται για αυτό που συνταράσσει την καθημερινή ζωή των
ανθρώπων της περιοχής. Άρα δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει το παραπάνω γεγονός
αλλά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις πραγματικές προτεραιότητες των
ανθρώπων της επαρχίας στο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα.
Παρόλο όμως τον σεβασμό της τοπικής
κοινωνίας οι ληστές αποτελούσαν ένα σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα
της εποχής. Για αυτό οι τοπικοί πολιτικοί τέσσερις στον αριθμό, μεταξύ τους ο
Λιδωρίκης, καταγόμενος από την ομώνυμη πόλη της Δωρίδας, θα κάνουν ορισμένες
προτάσεις για την αντιμετώπιση της ληστείας. Αρχικά θα προτείνουν να γίνει
καταγραφή όλων των κατοίκων στα δημοτολόγια και να κατέχουν υποχρεωτικά
διαβατήρια όσοι ταξιδεύουν εκτός του ορίου των δήμων που διαμένουν. Ένα άλλο
μέτρο θα είναι το να καταστήσουν τους δήμους υπεύθυνους για την αποζημίωση των
θυμάτων. Παράλληλα ένα ακόμα προτεινόμενο μέτρο ήταν η καταγραφή από τους
χωροφύλακες ανθρώπων με ύποπτη συμπεριφορά. Επιπλέον, προτάθηκε κατάσχεση της
περιουσίας των ληστών όσων τουλάχιστον από αυτούς διέθεταν και η εκδίκαση των
υποθέσεων ληστείας από τα στρατοδικεία με συνοπτικές διαδικασίες και βαριές
ποινές. Τέλος δύο μέτρα που αφορούσαν την μετακίνηση πληθυσμών ήταν ο
υποχρεωτικός συνοικισμός των νομάδων κτηνοτρόφων σε συνδυασμό με τη διάλυση των
τσελιγκάτων της Στερεάς Ελλάδας και η μετακίνηση μικρών ορεινών οικισμών σε
πεδινές εύκολα προσβάσιμες από τους χωροφύλακες περιοχές.[32]
Ιδιαίτερη εντύπωση όμως μας κάνει η άνιση
κατανομή των αποσπασμάτων στρατού και χωροφυλακής για την αντιμετώπιση των
ληστών ανάμεσα στην επαρχία της Δωρίδας και την επαρχία της Παρνασσίδας. Παρότι
η Δωρίδα περισσότερο ορεινή, εύκολη ως προς την πρόσβαση των κλεφτών διέθετε
απόσπασμα μόλις 30 ατόμων ενώ η Παρνασσίδα είχε υπερτετραπλάσιο αριθμό στρατιωτών και χωροφυλάκων (125).[33] Τη
άποψη για περιορισμένη δράση των ληστών
στη Δωρίδα πέρα από την ύπαρξη αποσπάσματος μικρής δύναμης ενισχύει και η μικρή
αναφορά των πηγών για την ληστρική δράση στην επαρχία.
Κλείνοντας αξίζει να αναφερθούμε σε μία
απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών προς το Στέμμα σχετικά με τους λόγους για
τους οποίους κάποιοι κάτοικοι γίνονται ληστές. Το υπουργείο υποστηρίζει πως
ληστές κατά κύριο γίνονταν όποιοι ήθελαν να αποκτήσουν εύκολα υλικά αγαθά.
Κάποιοι άλλοι λόγοι ήταν τα κινήματα του 1854 και η ένδεια των κατοίκων της
υπαίθρου, η φυγοδικία για άλλου τύπου παρανομίες, η νεανική απερισκεψία, η
στρατολογία αό τους ίδιους τους ληστές, η παρακίνηση από άλλους χωρίς ιδιαίτερο
λόγο, ο φόβος της απειλής από τους ληστές, η συγγένεια με τους εγκληματίες, η
μέθη (μάλλον ως παράγοντας ευκολότερης στρατολόγησης), η εκδίκηση ατομικών
παθών, η λιποταξία, η εκδίκηση ληστών διαφορετικών συμμοριών και οι
ενδοοικογενειακές διαιρέσεις και διαξιφισμοί.[34]
Οι ληστές
αντιμετωπίστηκαν συστηματικά και αφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας ου 1850. Το
1858 ο Υπουργός Εσωτερικών είχε δηλώσει πως οι εξοντώσεις ληστών την τετραετία
1854-1858 είχαν ανέλθει στον αριθμό των τετρακοσίων ενενήντα τριών. Έτσι στο
τέλος του 1858 οι ληστές είχαν περιοριστεί σε περίπου 50 συνολικά. Μία έξαρση
παρουσιάζεται στη δεκαετία του 1870 οπότε οι ληστές τετραπλασιάζονται και
φτάνουν τον αριθμό των διακοσίων. Όμως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το
1881, το πρόβλημα αυτό θα μεταφερθεί βορειότερα στα νέα σύνορα του ελληνικού
κράτους και η περιοχή που εξετάζουμε θα απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από το
πρόβλημα που την ταλάνιζε μέχρι τότε.[35]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Περιπλανώμενοι σε
μία περιοχή που λίγοι θέλησαν να εξετάσουν και μελετώντας μία εποχή που ακόμα
και για τους τοπικούς ιστορικούς είναι είτε μυθοποιημένη είναι ανάξια αναφοράς
είδαμε μία διαφορετική εικόνα της ελληνικής περιφέρειας και ιδιαίτερα των
περιοχών της Φθιώτιδας και της Φωκίδας από αυτήν που συναντάμε σήμερα ή από
αυτήν που μας έχει διατηρηθεί στην ιστορική μας μνήμη. Είναι αναγκαίο μερικές
φορές να κάνουμε αναδρομές στο χρόνο για να καταλάβουμε την εξέλιξη των
πραγμάτων και τους παράγοντες που επέδρασαν στην διαμόρφωση της κατάστασης όπως
ήταν.
Η Φθιώτιδα από
την μία πλευρά είδαμε πως διαιρέθηκε διοικητικά, με ποιον τρόπο μεταβλήθηκε
πληθυσμιακά και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην ανάπτυξη της περιοχής της. Ο
αγροτικός προσανατολισμός της οικονομίας της και η εξέλιξή της μέσα στο χρόνο
δημιούργησαν μία συγκεκριμένη εικόνα του νομού στην ιστορική μας μνήμη.
Από την άλλη
πλευρά η Φωκίδα όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο ήταν ένας τόπος που εξαιτίας
του σχετικά άγονου εδάφους της κινήθηκε προς την κτηνοτροφία. Ο νομός έχει
περιοχές γνωστές στο ευρύ κοινό σήμερα λόγω της σημασίας των περιοχών αυτών
κατά το παρελθόν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πόλη του Γαλαξιδίου, η οποία
αποτέλεσε σημαντικό λιμάνι τον 19ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ου.
Παράλληλα υπήρξαν και περιοχές άγνωστες με λιγοστούς κατοίκους που δεν
απέκτησαν υστεροφημία.
Η ληστεία, το
έδαφος και οι ασθένειες είναι μερικοί παράγοντες που έδωσαν στην περιοχή που
εξετάσαμε τον χαρακτήρα της. Σε αυτούς οφείλονται οι διάφορες μετακινήσεις
πληθυσμών, η πρόοδος μερικών ομάδων ανθρώπων σε αντίθεση με άλλους και η ίδια η
υστεροφημία ορισμένων περιοχών όπως προαναφέραμε. Η εντύπωση λοιπόν που έχουμε
για τις περιοχές αυτές βρίσκεται στην αναζήτηση του ιστορικού κοινωνικού
παρελθόντος μακριά από την μυθοποίηση και περιφρόνηση των γεγονότων που
εξελίχθηκαν στους νομούς της Φθιώτιδας και της Φωκίδας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Deschamps Gaston, Η Ελλάδα σήμερα: Οδοιπορικό 1890-ο κόσμος
του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα: Τροχαλία, 1992.
Εταιρεία Φωκικών Μελετών, Σελίδες από τη Φωκίδα,
τεύχος 20, Άμφισσα, 1981.
Καψάλης Γεώργιος, Στη Φωκίδα του 1851: άνθρωποι, λίμνες,
μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974.
Κολιόπουλος Γιάννης, Ληστές: η κεντρική Ελλάδα στα μέσα
του 19ου αιώνα, Αθήνα: Ερμής, 1979.
Παπαχρίστος Κώστας, Πεταλάς Δημήτρης, «Ελλάδα»-Σπερχειός
ποταμός, συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της Φθιώτιδας, Αθήνα: Αλέα 1997.
Τζιβελέκη-Πολυμεροπούλου Μαρία, Λαογραφικά της Φθιώτιδας,
Λαμία: έκδοσεις Λαογραφικού Μουσείου Φθιώτιδας, 1997.
Τσιμέκας Βασίλειος, Τα Δωρικά, Αθήνα, 2002.
Τσιώνης Παναγιώτης, Ο νομός Φθιώτιδας:
προβλήματα-δυνατότητες-προοπτικές, Αθήνα: εκδόσεις Παν. Τσιώνη, 1983.
[1] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 10.
[2] Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
αριθμ. 22, Αθήνα, 18-12-1840, 116-117.
[3] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 25-26.
[4] ο.π., 39-40.
[5] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 41.
[6] ο.π., 42.
[7] ο.π., 43.
[8] ο.π., 45.
[9] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 11.
[10] Δημήτριος Παλούκης, Γ.
Γρυπάρης: Πέρασμα σύντομο και επεισοδιακό, στο Σελίδες από τη Φωκίδα, τεύχος
20, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1981, Άμφισσα, Εταιρεία Φωκικών Μελετών, 1981, 12-17.
[11]Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 18-19.
[12] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό
1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 270-271.
[13] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα
Δωρικά, Αθήνα, 2002, 90-91.
[14] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 27-28.
[15] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό
1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 272-274.
[16] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 28-31.
[17] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 31-33.
[18] ο.π., 34-36.
[19] ο.π., 37-39.
[20] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό
1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 284-286.
[21] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 44-48.
[22] Gaston Deschamps, Η Ελλάδα σήμερα: οδοιπορικό
1890-ο κόσμος του Χαρίλαου Τρικούπη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, 282-283.
[23] ο.π., 278-279.
[24] Γεώργιος Καψάλης, Στη
Φωκίδα του 1851:άνθρωποι, λίμνες, μετάξια, μπαμπάκια, Αθήνα, 1974, 48-53.
[25] ο.π., 53-58.
[26] ο.π., 59-64.
[27] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα
δωρικά, Αθήνα, 2002, 92.
[28] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα
δωρικά, Αθήνα, 2002, 93.
[29] ο.π. 94.
[30] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές,
η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979,
99-100.
[31] Βασίλειος Τσιμέκας, Τα
δωρικά, Αθήνα, 2002, 88-89.
[32] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές,
η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979,
14-15.
[33] ο.π., 115.
[34] Γιάννης Κολιόπουλος, Ληστές,
η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερμής, 1979,
156.
[35] ο.π., 147-149.